Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακίνδυνος, -η, -ο [acín∂inos] (& ακίντυνος)
- not dangerous, harmless, safe (ant επικίνδυνος):
- είναι ~ άνθρωπος |
- ακίνδυνα έργα |
- ακίνδυνα ερπετά harmless reptiles |
- ακίνδυνο φίδι harmless snake |
- ~ σκύλος harmless dog |
- ακίνδυνo ταξίδι safe travel |
- ακίνδυνο φάρμακο safe drug |
- ακίνδυνη ευτυχώς η επιδημία της ερυθράς (Palaiologos) |
- ακίνδυνη ακτή clear shore |
- τα ακίνδυνα ρήχη |
- η μπίρα είναι ακίνδυνη |
- για παιχνίδια να διαλέγωμε τα ακίνδυνα πλαστικά |
- η βιομηχανία μεταχειρίζεται την παστερίωση για να κάνη το γάλα ακίνδυνο |
- η έξοδος ήταν ακίνδυνη |
- ακίνδυνες ακροβασίες |
- περιπέτειες ακίνδυνες και επικίνδυνες |
- ακίνδυνη χειρουργική επέμβαση |
- το carpe diem δεν είναι ακίνδυνο (Panagiotop) |
- μια εύκολη, ακίνδυνη απλοποίηση είναι η απλοποίηση του τονικού συστήματος (Geros) |
- αν κανένας απωθήση μια αγελάδα, θα επισύρη εναντίον του τη μήνη του όχλου, η οποία δεν είναι ποτέ ακίνδυνη (Thrylos)
[fr MG ακίνδυνος ← Κ, AG]
- not dangerous, harmless, safe (ant επικίνδυνος):