Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιρετικός
2 εγγραφές [1 - 2]
αιρετικός1 [eretikós] ο,
  • ① heretic, sectarian (syn αποστάτης της ορθής πίστεως, near-syn σχισματικός):
    • ένας ~ ... πέθανε στη φυλακή αφορισμένος (Papanoutsos) |
    • ξέρουμε τι περιμένει τους αιρετικούς σ' εποχές θρησκευτικού πολέμου (Theotokas) |
    • τη μεγαλύτερη αυστηρότητα την έδειξαν ... όχι προς τους απίστους αλλά προς τους αιρετικούς (Dimaras)
  • ② the person deviating fr established ideas and practices (near-syn προοδευτικός άνθρωπος, πρωτοπόρος):
    • είχανε μαζευτή ... οι αιρετικοί του θεάτρου ... οι πρωτοπόροι, οι απόστολοι των νέων θεών (Melas)

[substantiv. m of αιρετικός]

αιρετικός2, -ή, -ό [eretikós] (L)
  • ① belonging to a religious or ecclesiastic heresy, misbelieving, heretical, sectarian (syn κακόδοξος, near-syn σχισματικός, ant ορθόδοξος):
    • αιρετικό πνεύμα sectarianism |
    • αιρετικές πεποιθήσεις unsound beliefs or convictions |
    • αιρετική στάση heretical attitude or position |
    • αιρετικές τάσεις heretical trends |
    • αιρετική διδαχή |
    • οι άνθρωποι σκοτώνονται ... για τα λόγια τους που δίνουν την εντύπωση ότι είναι αιρετικά (Theotokas) |
    • το τρωτό της αιρετικής ερμηνείας (Tatakis) |
    • αιρετική Δύση heretical Western Europe |
    • δε θεωρήθηκε ο εσφαλμένος συλλογισμός του Aνσέλμου ~ (Kanellop)
  • ② deviating fr the established order or routine, one's own, uncommon, novel, progressive (syn νεόδοξος, νεωτερικός):
    • ο σχισματικός ή ~ κομμουνισμός |
    • ακολουθεί άλλες, δικές του αιρετικές κατευθύνσεις (Christidis) |
    • υποστηρίζουν αιρετικές απόψεις |
    • κυριαρχούσε ... η αδιαλλαξία του γλωσσικού φανατισμού και ο Παλαμάς με τον κίνδυνο να φανή ~ είχε την τόλμη κλ (Chourmouzios) |
    • ποιος σήμερα θεωρεί απλησίαστα και αιρετικά τα ποιήματα του Γρυπάρη; |
    • αιρετικά γλωσσικά διδάγματα

[fr MG αιρετικός ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες