Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερομεταφερόμενος
1 εγγραφή
αερομεταφερόμενος, -η, -ο [aerometaferómenos]
  • air-transported (and transportable), airborne:
    • αερομεταφερομένη μονάδα air-transported unit |
    • αερομεταφερόμενα στρατεύματα air-transported troops

[cpd w. prpp μεταφερόμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες