Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδυνατίζω [a∂inatízo] (& αδυνατώ) aor αδυνάτισα, ppp αδυνατισμένος
- Ⓐ trans
- ① make weak, weaken, enfeeble (syn εξαντλώ, εξασθενίζω, ant δυναμώνω):
- ο κόπος αδυνατίζει |
- αδυνάτισε τη φωτιά, σε παρακαλώ
- ⓐ make thin, emaciate:
- η δίαιτα την αδυνάτισε πολύ |
- την αδυνάτισε η αρρώστια, έγινε πετσί και κόκκαλο |
- ο Δάντης έλεγε πως του άσπρισε τα μαλλιά και του αδυνάτισε την όψη το ποίημά του (Palam)
- ⓑ weaken, water down (syn νερώνω):
- αδυνάτισες το κρασί, ταβερνιάρη
- ② fig cause the weakening of, debilitate, exhaust:
- έχομεν την ανάγκη τους ν' αδυνατίζωμεν την δύναμη του Σουλτάνου (Makryg) |
- το δούλεμα του τεχνίτη δεν την αδυνατίζει (sc τη μέθη της εμπνεύσεως), τη συνεχίζει (Palam) |
- το τέντωμα όμως της έμπνευσης την αδυνάτισε (sc την έμπνευση) (Dimaras) |
- ο Iουστινιανός από τη μια μεριά το ενίσχυε (sc το πανδιδακτήριο), αλλά και αδυνάτισε από την άλλη το διδακτικό προσωπικό του (Kanellop)
- Ⓑ intr
- ③ lose strength, grow weak (syn εξαντλούμαι, εξασθενώ, ant δυναμώνω):
- αδυνάτισε από την αρρώστια, από τα βάσανα |
- κόπηκε η όρεξή της, όλο κι αδυνάτιζε |
- όσο πάει κι αδυνατεί he grows weaker all the time
- ⓒ lose flesh, lose weight, reduce, grow thin or slender (syn αχαμναίνω, λεπταίνω):
- αδυνάτισε το σώμα, έγινε σκελετός |
- να μην αδυνατίσης άλλο, θ' αρρωστήσης
- ⓓ lose quantity or intensity, be reduced (syn λιγοστεύω):
- λίγο λίγο η βροχή αδυνάτιζε (Palam) |
- folks. αδυνάτισαν οι βρύσες | κ' οι ποταμιές στερέψανε κ' οι κάμποι ξεραθήκαν
- ⓔ meanings of reduction in spec phrs:
- subside, abate (of wind) |
- grow dim, dull (of light, vision) |
- το φως αδυνατίζει the light is getting dim (mer); η φωτιά αδυνατίζει the fire is getting dull; η όρασή του αδυνατίζει (or τα μάτια του αδυνατίζουν) his eyesight is failing; ο ήλιος ... όλο κι αδυνάτιζε (Lountemis) |
- grow faint, feeble (of voice, cries) |
- οι κραυγές της σιγά σιγά αδυνάτισαν κ' έγιναν ένας ρόγχος σαν παράπονο (Venezis) |
- grow slight, ineffective (of resistance) |
- fail (of memory) |
- η μνήμη του αδυνατίζει his memory is failing
- ④ fig lose power, strength, intensity, or resistance (syn ατονώ, εξαντλούμαι):
- το οθωμανικό κράτος αδυνάτισε όσο δεν παίρνει (Melas) |
- η εθνική μας υπόσταση αδυνατίζει (Theotokas) |
- ο ελληνισμός της διασποράς αδυνάτισε χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση του φτωχού ελληνικού κράτους (Dimaras) |
- η δράση έχει αδυνατίσει κάτω από την επιρροή του πνεύματος (Kanellop) |
- μακροθύμησε ο Θεός, το θανατικό έπαιρνε ν' άδυνατίζη (Prevelakis)
[fr MG αδυνατίζω, der of αδύνατος]