Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγυιόπαιδο
1 εγγραφή
αγυιόπαιδο [ayiópe∂o] το,
  • street-boy, street-urchin, street arab (syn παιδί του δρόμου, αλάνι, αλητόπαιδο)

[perh der fr kath αγυιόπαις, pl αγυιόπαιδες, after αγιόπαιδο, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες