Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγυιά
2 εγγραφές [1 - 2]
Αγυιά s. Aγιά.
αγυιά [ayiá] η, (L)
  • street, road:
    • L phr ανά τας ρύμας και τας αγυιάς everywhere.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες