Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνώμων, -ων, -ον [aγnómon] (L) (& D αγνώμονας, -η)
- ungrateful, unappreciative, unthankful (syn αχάριστος, ant ευγνώμων):
- ~ προς τον πατέρα του |
- η αγνώμονη πολιτεία |
- θα 'ριχνα την πέτρα του αναθέματος στον αγνώμονα τούτο και απρεπή τόπο του φανατισμένου... παραλογισμού (Papatsonis)
[fr K, AG ἀγνώμων]
- ungrateful, unappreciative, unthankful (syn αχάριστος, ant ευγνώμων):