Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβαθής, -ής, -ές [avaθís] (L)
- ① not deep, shallow (syn in άβαθος):
- αβαθείς λάκκοι σκαμμένοι στο βράχο shallow pits dug in the rock |
- δέντρο με αβαθείς ρίζες shallow-rooted tree
- ② not profound, superficial (syn επιπόλαιος):
- η ~ εκτέλεση του χορικού the shallow performance of the part |
- ένας ~ και περιορισμένος κατά πλάτος καθορισμός a determination shallow and restricted in breadth.
- ① not deep, shallow (syn in άβαθος):