Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπνοια
1 εγγραφή
άπνοια [ápnia] η, (L)
  • ① absence of wind, calm (syn γαλήνη, κάλμα, μπονάτσα, L νηνεμία):
    • απότομη, πλήρης, φλογισμένη ~ |
    • η ~ του καλοκαιριού |
    • επικρατεί απόλυτη ~ |
    • υγρή ~ (syn κουφόβραση, νεφόκαμα, συννεφόκαμα) |
    • το νέφος της αιθαλομίχλης μαζί με την υψηλή υγρασία και την ~ έκανε αποπνικτική για τους Aθηναίους την ατμόσφαιρα |
    • οι ομπρέλες αναποδογυρίζονται από μια βίαιη πνοή, που προηγείται μιας περίεργης άπνοιας (Melas) |
    • εξαιτίας της άπνοιας το πλεούμενο ακινητούσε (Floros) |
    • η ~ βοήθησε τους πυροσβέστες να απομονώσουν τη φωτιά (TAthanasiadis) |
    • θα πέσει το πυρακτωμένο καπάκι της άπνοιας (Tsirkas)
  • ② med temporary cessation of respiration, apnea
  • ③ fig lack of impetus or inspiration, stagnation (ant πνοή):
    • η δημιουργική ~ και η στοχαστική κενότητα συνδυάσθηκαν με φανταχτερά σχήματα λόγου (Tsatsos) |
    • στις φιλολογικές απογευματινές δεν υπήρχε κύκλωμα σιγκίνησης· ~ (Athanasiadis-N) |
    • ζούσε στην ~ μιας θεληματικής αποξένωσης (Prevelakis)

[fr kath άπνοια ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες