Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλας
8 εγγραφές [1 - 8]
άλας [álas] το, gen άλατος, pl άλατα τα, common & L
  • Ⓐ sodium chloride, salt (syn αλάτι):
    • μαγειρικόν ~ (L), ~ φαγητού cooking salt |
    • επιτραπέζιο ~ table salt |
    • ορυκτόν ~ rock salt (syn μαύρο αλάτι) |
    • διυλιστήριο άλατος saltworks |
    • μονοπώλιο άλατος salt monopoly |
    • folkt στο καράβι γυρέψανε ~. Πιάνει γυρίζει το μύλο να βγάλη ~ (Megas) |
    • idiom phr σαν στήλη άλατος a pillar of salt, e.g. ένας άνθρωπος στεκόταν σαν στήλη άλατος -μάλλον εμβρόντητος- στη μέση του μπακάλικου (Psathas) |
    • οι Έλληνες που έχουν στο πνεύμα τους το ~ που δε θα μωρανθή ποτέ (Kanellop) |
    • poem πάντα με το ίδιο δέος και τη χαρά την παιδική, | σμιγμένα όπως το ~ | με το ιερό σιτάρι, | που γίνουνται ψωμί (Skipis)
  • ⓐ chem salt(s), any of numerous substances as αμμωνιακόν ~ salt ammoniac, ammonium chloride (syn νισαντίρι) ; ~ της Aγγλιτέρας (Eγγλιτέρας) pharm magnesium sulphate, Epson salts; ~ ανιλίνης aniline salt; άλατα αγγλικά or οσφρητικά smelling salts; χολικά άλατα bile salts:
    • ένα είδος ~ είναι το αλάτι που αλατίζουμε τα φαγητά μας (Saratsis)
  • ⓑ pl salts:
    • ο οργανισμός έχει άλατα |
    • το νερό περιέχει άλατα
  • Ⓑ fig
  • ① savory substance, flavor (near-syn νοστιμάδα):
    • η εκκλησία είναι το ~ της γης the Church is the salt of the Earth |
    • (ένας διανοούμενος ανήκει) σε μιαν υπερτάξη· αυτή είναι το ~ της γης (Terzakis) |
    • poem οι μεγάλοι ηττημένοι της ζωής στάθηκαν το ~ της (HApostolidis)
  • ② sharpness of wit, pungency, salt (syn νοστιμιά):
    • αττικόν ~ (L) Attic wit

[fr MG άλας ← K (τό) ἃλας 'salt' ← AG (τούς) ἃλας 'salt' in phr δός ἃλας; change of gender in K after τό πέπερι, τό ὄξος, το ἔλαιον]

Αλάσια [alásja] η, prehist
  • part of Cyprus (excavations in mod. Engomi).
αλασινίστρα [alasinístra] adv, naut
  • leftwards, to port (syn αριστερά)

[fr It alla sinistra]

Αλάσκα [aláska] η, geogr
  • Alaska, state of the US, in Arctic and sub-arctic region.
αλασκάριστα [alaskárista] adv
  • not loosened, tightly tied (syn χωρίς λάσκο) .
αλασκάριστος, -η, -ο [alaskáristos]
  • not loosened, tight, tightly tied (syn αχαλάρωτος, ant λασκαρισμένος, χαλαρωμένος):
    • σκοινί αλασκάριστο |
    • άφησες αλασκάριστο το σκοινί της βάρκας

[cpd w. λασκαριστός: λασκάρω]

αλάσπωτα [aláspota] adv
  • ① without a coat of plaster (syn χωρίς λάσπωμα, ant λασπωμένα)
  • ② without muddying (syn χωρίς λέρωμα με λάσπη)
  • ③ fig without maladroit or unethical handling of a matter, an undertaking etc
  • ⓐ without moral sullying or degradation or dishonorable debasement (syn ακηλίδωτα)

[der of αλάσπωτος]

αλάσπωτος, -η, -ο [aláspotos]
  • ① unplastered (ant λασπωμένος):
    • ο τοίχος είναι ακόμη ~
  • ② not sullied w. mud, unmuddied:
    • λερώθηκε; ναι, αλλά τα ρούχα του είναι αλάσπωτα
  • ③ fig not handled maladroitly or immorally or not brought to ruination:
    • δεν άφησε δουλειά αλάσπωτη
  • ⓐ not disgraced, not dishonored on account of one's own acts, unstained, irreproachable, of people:
    • από την πολιτική κανείς δε βγαίνει ~
  • ④ not brought to a dreadful (esp financial) situation:
    • στην οικονομική κρίση δεν έμειναν αλάσπωτοι πολλοί από τους χρηματιστές

[cpd w. *λασπωτός: λασπώνω; cf also ξε-λάσπωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες