Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αίνω1 [éno] verb suff
- in transmitted and new deriv verbs:
- θερμ-αίνω, ζεστ-αίνω, ψυχρ-αίνω, λαβ-αίνω (λάβω), καταλαβ-αίνω (κατάλαβα), τυχ-αίνω (τύχω) etc.
- in transmitted and new deriv verbs:
- -αίνω2 [éno] verb suff, sp. -αίνω
- or -ένω, from AG -ύνω:
- αλαφραίνω or -ένω, κονταίνω or -ένω, βαθαίνω or -ένω, βαραίνω or -ένω etc; aor in -υνα.
- or -ένω, from AG -ύνω: