Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενετικός, επίθ.
-
- Βενετικός:
- (Σταφ., Ιατροσ. 13365).
[μτγν. επίθ. ενετικός (Steph., λ. Ενετίς). Πβ. βενέτικος (I). Η λ. και σήμ.]
- Βενετικός:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. επίθ. ενετικός (Steph., λ. Ενετίς). Πβ. βενέτικος (I). Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |