Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάπας ο· άκλ. πάπα· πληθ. πάπαδες· παπάδες.
-
- 1) Πατέρας·
- (εδώ γενικ.) πρόγονος:
- (Χειλά, Χρον. 349).
- (εδώ γενικ.) πρόγονος:
- 2) Ο προκαθήμενος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και επίσκοπος Ρώμης, πάπας:
- πάπας κι αρχιερεύς εις το σκαμνί της Ρώμης (Χρον. Μορ. H 793)·
- Το θάρρος οπού ήλπιζαν οι χριστιανοί στην Πόλιν ήτον στον αγιότατον τον πάπα … της Ρώμης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 174).
[αντιδ. <μεσν. λατ. papa (Niermeyer) <αρχ. ουσ. πάππας. Η λ. με διαφορ. σημασ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (‑ππ‑) και σήμ.]
- 1) Πατέρας·
- παπάς ο· άκλ. παπα‑.
-
- α) Ιερέας, παπάς:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 434)·
- καθένας για το σπίτι του δίδει απολογίαν, σαν οι παπάδες του λαού διά την ενορίαν (Ιστ. Βλαχ. 2034)·
- β) (κυρίως στον τ. παπα‑) ως προσηγορία πριν από κύρ. όνομ.:
- εγώ ο παπα-Συναδινός (Συναδ. φ. 15r· Byz. Kleinchron. Ά 21217).
- Ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 25128).
[<αρχ. ουσ. πάππας. Ο τ. και σήμ. Η λ. τον 4. αι., στο Du Cange και σήμ.]
- α) Ιερέας, παπάς: