Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεράντζιον το· νεράντζι· νεράτζι· νεράτζι(ο)ν.
-
- α) Νεράντζι:
- (Καλλίμ. 1746)·
- ωσάν νεράτζι πήγαινε τ’ ανθρώπου το κεφάλι (Διακρούσ. 8922)·
- β) (συνεκδ. προκ. για το δέντρο νεραντζιά):
- μετόχιον … γέμον νερατζών και βερικούκων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1510).
[<αραβ. nārandj (<περσ. narang) με τροπή [a>e] πιθ. από επίδρ του [r] ή και παρετυμ. επίδρ. της λ. νερόν· πβ. βεν. naranza. Η λ. σε σχόλ. (Steph., λ. μήλον, Meursius). Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Ο τ. ‑τζι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑τζιον στο Meursius (στη λ.)]
- α) Νεράντζι: