Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανθάνω· μαθαίνω· μαθάνω· μαθθαίννω· μανθαίνω· μανθάννω· αόρ. εμάθηκα· μτχ. αορ. μαθόντα· μάθονταν.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Αποκτώ κάπ. γνώση (με σπουδές, άσκηση ή από πείρα), διδάσκομαι, σπουδάζω:
- (Αχιλλ. L 1183), (Συναξ. γυν. 521)·
- β) κάνω κτήμα μου, αφομοιώνω κάπ. γνώση ή διδασκαλία:
- (Προδρ. III 80), (Ιμπ. 76), (Απολλών. 263)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- να μαθαίνει παίδευσην (Κομν., Διδασκ. Δ 6).
- α) Αποκτώ κάπ. γνώση (με σπουδές, άσκηση ή από πείρα), διδάσκομαι, σπουδάζω:
- 2)
- α) Διδάσκω, μορφώνω κάπ.:
- μάθε το τσαγγάρην το παιδίν σου (Προδρ. III 112)·
- β) κάνω κάπ. να μάθει ή να δοκιμάσει κ. (σε απειλή):
- να σε μάθω να μιλείς, γιατί κακά κατέχεις (Ερωτόκρ. Β́ 2348)·
- γ) «δασκαλεύω» κάπ.:
- έχει και έναν υιόν … και μαθαίνει τονε να γενεί χειρότερος από κείνο (Κατά ζουράρη 147)·
- δ) (προκ. για ζώο) εκπαιδεύω, εξασκώ:
- άλλοι σκυλιά μαθαίνουν (Θησ. Έ [778]).
- α) Διδάσκω, μορφώνω κάπ.:
- 3) Εθίζομαι, συνηθίζω κ.:
- (Πεντ. Δευτ. XIV 23), (Κορων., Μπούας 65)·
- (σε παροιμ.):
- Τό μάθει από μικρός κιανείς ποτέ δεν το ξεχάνει (Πανώρ. Ά 258).
- 4)
- α) Αντιλαμβάνομαι, γίνομαι γνώστης κάπ. θέματος, πληροφορούμαι:
- (Ερωφ. Β́ 35), (Μαχ. 28218), (Διγ. Z 492)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- επήγεν εις την Ρόδον διά να μάθει μαντάτον (Μαχ. 18210)·
- β) εξακριβώνω (είδηση):
- αποκρισιάρους έστειλαν να μάθουσιν το πράγμα (Ριμ. Βελ. ρ 856)·
- γ) ανακαλύπτω την ταυτότητα κάπ.:
- είχα πεθυμιά μεγάλη … να μάθω τσι γονέους του (Φορτουν. Γ́ 642)·
- δ) βεβαιώνομαι, πείθομαι για κ.:
- Δο μου και εσύ σημάδιν …, να μάθει (ενν. ο Λίβιστρος) ότι ηύρηκά σε (Λίβ. Esc. 3701).
- α) Αντιλαμβάνομαι, γίνομαι γνώστης κάπ. θέματος, πληροφορούμαι:
- 5) Καταλαβαίνω, εννοώ κ.:
- (Διγ. Gr. 594), (Προδρ. III 112-1 χφ G κριτ. υπ).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Αποκτώ γνώσεις· σπουδάζω, εκπαιδεύομαι:
- Αυτός, όταν εμάνθανεν, υπόδησιν ουκ είχεν (Προδρ. III 60)·
- μαθαίνει … γιατρός (Ερωτόκρ. Β́ 1353)·
- β) (προκ. για τη γνώση, τη σύνεση) βελτιώνομαι, πλουτίζω (πνευματικά):
- «μανθάνει η γνώση και λείπεται την παίδευσην» (Μαχ. 6421).
- α) Αποκτώ γνώσεις· σπουδάζω, εκπαιδεύομαι:
- 2)
- α) Διδάσκομαι, παραδειγματίζομαι:
- μάθετε σεις απού τον όξοδόν μου (Κυπρ. ερωτ. 28)·
- β) «παίρνω μάθημα», σωφρονίζομαι:
- είτι εζημιώθη ο βλαβείς παρά του ζώου … ακέραια … να τα έχει … διά να μάθει όστις έχει το άγριον ζώον (Νομοκριτ. 90)·
- (σε παροιμ. χρ.):
- Αφόν … επάθομεν, εμάθομεν (Γλυκά, Στ. 45· Διγ. Άνδρ. 31631).
- α) Διδάσκομαι, παραδειγματίζομαι:
- 3) Συνηθίζω:
- τρώγεις την ολώμην (ενν. την αθερίναν), ως έμαθες στο σπίτιν σου (Πουλολ. 349).
- 4)
- α) Γνωρίζω:
- να μάθεις καθαρά, να μην κοπιάσεις πλέα (Αχέλ. 249)·
- β) πληροφορούμαι, παίρνω ειδήσεις:
- να μάθεις ακριβώς και περί των νοσούντων (Προδρ. IV 562 χφφ VP κριτ. υπ.)·
- δεν εμπόρεσε ποτέ για λόγου του να μάθει (Φορτουν. Δ́ 96).
- α) Γνωρίζω:
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Έμπειρος (συν. στη μάχη, στον πόλεμο), επιτήδειος:
- (Αχέλ. 2231)·
- σολντάδοι μαθημένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51819· Αχιλλ. L 1158)·
- μαυλίστριες μαθημένες (Σαχλ. B́ PM 405).
- 2) Συνηθισμένος, γνωστός:
- ο νιος … έσωσε στο μαθημένο τόπον (Ριμ. κόρ. 613)·
- κάνουν τα μαθημένα τους (Σουμμ., Ρεμπελ. 186).
- 1) Έμπειρος (συν. στη μάχη, στον πόλεμο), επιτήδειος:
[αρχ. μανθάνω. Ο τ. μαθαίνω στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. μαθάνω και σήμ. ποντ. και μαθθαίννω ιδιωμ.]
- Ά Μτβ.