Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιμενάρι το.
-
– Πβ. και λιμνιωνάριν.
- Μικρό λιμάνι, λιμανάκι:
- Η Κοίνολη έναι καστέλλιν καλόν και το λιμενάρι του σκεπάζει σε από τον θρασκέα (Πορτολ. Β 292).
[<ουσ. λιμήν + κατάλ. ‑άρι. Τ. ‑ιον τον 6. αι. Η λ. σήμ. στον πληθ. ως τοπων.]
- Μικρό λιμάνι, λιμανάκι: