Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειώνω
1 εγγραφή
λειώνω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Τήκω, ρευστοποιώ:
          • βούτυρον λειώσας … δίδου πιείν (Ιερακοσ. 42818
        • β) διαλύω στερεό σώμα σε υγρό:
          • (Σταφ., Ιατροσ. 9248
          • σκορίαν χαλκέως … μετά όξους λειώσας, τον πάσχοντα τόπον χρίε (Ιερακοσ. 49228).
      • 2) Πολτοποιώ, συνθλίβω:
        • σκορόδου σκελίδια … λειώσας … μείξον μετά ελαίου (Κυνοσ. 5941).
      • 3) Κονιοποιώ:
        • ρίνισμα σιδήρου … λειώσας … καλώς δίδου μετά κρέως (Ιερακοσ. 3477).
      • 4)
        • α) Σβήνω, διαγράφω:
          • λειώσε με εδά από το χαρτί σου ος έγραψες (Πεντ. Έξ. XXXII·32
          • (μεταφ.):
            • ουδέ την φήμην την μακράν θέλει τους λειώσει χρόνος (Αχέλ. 94
        • β) εξαλείφω, εξαφανίζω· δίνω τέλος σε κ.:
          • Λειώνω τσι δόξες και τιμές (Ερωφ. Πρόλ. 17
          • τες άγρητές τως λειώσε (Φορτουν. Ιντ. β́ 23
          • (μεταφ.):
            • εκ την καρδιά σου λειώσε πάσα σου παραπόνεση (Ροδολ. Γ́ 226).
      • 5)
        • α) Αφανίζω, καταστρέφω:
          • να λειώσω (ενν. ο Θεός) όλο το στεκούμενο ος έκαμα αποπάνου πρόσωπα της ηγής (Πεντ. Γέν. VII 4
          • (με σύστ. αντικ.):
            • λειωμό να λειώσω την αναφορά του Αμαλέκ (Πεντ. Έξ. XVII 14
          • (μεταφ.):
            • λειώνοντας και αφανίζοντας τα έργα του διαβόλου (Χριστ. διδασκ. 449
        • β) φρ. λειώνω το όνομα κάπ. = κάνω να λησμονηθεί, να πάψει να υπάρχει το όνομα κάπ.:
          • (Ερωφ. Έ 658), (Πεντ. Δευτ. IX 14).
      • 6) Αποσυνθέτω:
        • την όψη λειώνω (ενν. ο Χάρος) και χαλώ (Ερωφ. Πρόλ. 88).
      • 7)
        • α) Παραβαίνω:
          • το συνήθι λειώνω (Ερωφ. Γ́ 282
        • β) αθετώ, αναιρώ:
          • πόσα μας γράφει (ενν. ο Έρωτας) στην αρχή κι ύστερα μας τα λειώνει (Ερωτόκρ. Ά 1044).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Σβήνομαι, εξαλείφομαι:
        • τα περασμένα εδιάβησαν και τα γραμμένα ελειώσα (Θυσ. 1121
        • (μεταφ.):
          • η ντροπή, που μου ’καμε … δεν ημπορεί να λειώσει (Ερωφ. Δ́ 628· Ροδολ. Ά 58).
      • 2) Χάνομαι, εξαφανίζομαι:
        • ήλιος να ’χε θαμπωθεί και λειώσει το φεγγάρι (Λίμπον. 317
        • τα βάσανα να λειώσουσι κι εισέ χαρές να ’ρθούσι (Πρόλ. άγν. κωμ. 26
        • φρ. λειώνει το όνομα κάπ. = εξαλείφεται, εξαφανίζεται, παύει να ακούγεται το όνομα κάπ.:
          • (Ερωφ. Πρόλ. 134), (Τζάνε, Φιλον. 58224).
      • 3)
        • α) Αδυνατίζω, ισχναίνω:
          • λιγαίνω σαν κερί καίγοντας κι όλη λειώνω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4604· Ερωτόκρ. Ά 1315
        • β) (μεταφ.) «μαραίνομαι»:
          • τα κάλλη της ελειώσαν κι εχλωμιάνα (Ερωτόκρ. Ά 1328).
      • 4)
        • α) Αποσυντίθεμαι, λειώνω:
          • σαν λειώσει το κορμί … χωρίζουν και τα κόκαλα (Ευγέν. 747
        • β) φρ. λειώνει το βάρος κάπ. = φεύγουν, διαλύονται τα δυσάρεστα συναισθήματα κάπ.:
          • (Ερωτόκρ. Έ 1141).
  • II. Μέσ.
    • 1) Χάνομαι:
      • ανέν και δεν λειωθούσι οι στίχοι … (Αχέλ. 652).
    • 2) (Μεταφ.) σβήνομαι, εξαλείφομαι:
      • το γράμμα στην καρδιάν είναι διχώς μελάνι και δε μπορεί πλιο να λειωθεί (Ερωτόκρ. Γ́ 1128
      • Να μεταγένει ο άνθρωπος για να λειωθούν τα λάθη (Φαλιέρ., Θρ. 119
      • φρ. λειώνεται το όνομα κάπ. = εξαλείφεται, παύει να υπάρχει το όνομα, να γίνεται λόγος για κάπ.:
        • (Πεντ. Δευτ. XXV 6).
    • 3) Φθείρομαι, μαραζώνω:
      • όλη φυρά και λειώνεται από την πεθυμιάν της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1076]).
    • 4) Μαραίνομαι, αλλοιώνεται το χρώμα μου:
      • μπλάβο αν είναι (ενν. το λούλουδο), λειώνεται ζιμιό και κιτρινίζει (Ερωτόκρ. Δ́ 1894).

[<αρχ. λειόω (<επίθ. λείος). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (ά. γρ. λιώ‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες