Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κραμβίν το· κραμπί(ν)· κραμπίον.
-
- Tο φυτό κράμβη, το λάχανο:
- (Προδρ. III 197-6 χφ K κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. κραμβίον. O τ. κραμπίον στο Meursius. Ο τ. κραμπί(ν) στο Du Cange (‑ή) και σήμ. ιδιωμ.]
- Tο φυτό κράμβη, το λάχανο: