Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντάκιον
1 εγγραφή
κοντάκιον το· κοντάκι· κοντάκιν.
  • 1) Ειλητάριο:
    • ρομφαία κρατεί στην χέραν του, στην άλλην του κοντάκιν (Βεν. 66).
  • 2) Εκκλησιαστικός ύμνος:
    • ψάλλετε το τροπάριον άμα τῳ κοντακίῳ (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1579).

[μτγν. ουσ. κοντάκιον (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες