Επιτομή Λεξικού Κριαρά
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοινοβιάζω.
-
- (Εκκλ.) γίνομαι μέλος κοινοβίου:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1048).
[<ουσ. κοινόβιον + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav.]
- (Εκκλ.) γίνομαι μέλος κοινοβίου:
- κοινοβιάρχης ο.
-
- (Εκκλ.) ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού:
- (Χίκα, Μονωδ. 156).
[<ουσ. κοινόβιον + ‑άρχης. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- (Εκκλ.) ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού:
- κοινοβιάτης ο.
-
- (Εκκλ.) μέλος κοινοβίου:
- Περί μοναχών κοινοβιατών ότι χώρια εδικά τους τίποτες να μην κρατούν (Βακτ. αρχιερ. 166).
[<ουσ. κοινόβιον + κατάλ. ‑ιάτης. Λ. ‑βιώτης τον 5. αι. Η λ. και σήμ.]
- (Εκκλ.) μέλος κοινοβίου:
- κοινοβιάτικος, επίθ.
-
- (Εκκλ.) που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινόβιο:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2523).
[<ουσ. κοινοβιάτης + κατάλ. ‑ικος]
- (Εκκλ.) που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινόβιο:
- κοινόβιο(ν) το.
-
- (Εκκλ.) κοινοβιακό μοναστήρι:
- από τα κοινόβια εξέβαζαν (ενν. οι Τούρκοι) εγκλείστρες (Θρ. Κων/π. B 114).
[μτγν. ουσ. κοινόβιον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- (Εκκλ.) κοινοβιακό μοναστήρι: