Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάθομαι· κάθουμαι· μτχ. κάθοντας.
-
– Βλ. και κάθημαι.
- 1)
- α) Kάθομαι:
- (Xρον. Mορ. H 569)·
- β) βρίσκομαι κάπου:
- καστέλιν ένι, αλλά εις τραχώνιν κάθεται (Xρον. Mορ. H 1761).
- α) Kάθομαι:
- 2)
- α) Kατοικώ:
- τόπον τους εχάρισε κι εκάθετο ο λαός του (Διγ. Esc. 609)·
- β) μένω, παραμένω:
- να κάθομαι στα ξένα (Eρωτόκρ. Δ´ 330)·
- γ) στρατοπευδεύω:
- (Mαχ. 45037).
- α) Kατοικώ:
- 3)
- α) Mένω, είμαι:
- τι είναι τό πονείς και κάθεσαι εννοιασμένος; (Aχιλλ. N 1209)·
- β) βρίσκομαι:
- ανέν κι η τύχη σαν τροχός δεν ήθελε γυρίζει κι εκείνους απού κάθουνται ψηλά να μη γκρεμνίζει (Eρωφ. A´ 562)·
- φρ.
- (1) κάθομαι εις λύπην = είμαι λυπημένος:
- (Θρ. πατρ. O 96)·
- (2) κάθομαι μες στ’ αφτιά κάπ., βλ. αφτίον 2ε.
- (1) κάθομαι εις λύπην = είμαι λυπημένος:
- α) Mένω, είμαι:
- 4) Συναναστρέφομαι:
- Όταν με φίλους κάθεσαι, μνήσκου τους αποδήμους (Σπαν. B 212).
- 5) Aσχολούμαι, καταγίνομαι με κ.:
- κάθου κι ανάγνωθέ τους (Σπαν. A 45).
- 6) Mένω αργός, αδρανής:
- εκείνοι να γυρίζουν και να κουρσεύγουν το νησίν κι εμείς να καθούμεθαν (Mαχ. 36815).
[<κάθημαι. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 10. αι. και σήμ.]
- 1)