Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαγκάνω· δακάνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Δαγκώνω:
- λύκου λέγω πρόβατα ποτέ να μη δακάνει (Σαχλ. N 17817).
- 2) Τρώγω:
- ας μπούμε στο σπίτι να δακάσομε τίβετας (Φορτουν. Α´ 224).
- 3) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω, τσιμπώ:
- οι ψείρες της … ωσάν κουρεοί δαγκάνουν (Σαχλ., Αφήγ. 455).
- 4) (Μεταφ.) βασανίζω:
- ο έρωτας … θέλει να τους δακάνει (Τζάνε, Κατάν. 378).
- 5) Φρ. δαγκάνω τη γη = ματαιοπονώ:
- (Γλυκά, Στ. 160).
- 1) Δαγκώνω:
- II. (Μέσ., μεταφ.) δαγκώνω τα χείλη μου από οργή:
- τότες ο Ισαάκ εδαγκάθη και ασηκώθη μετ’ οργής (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 138r).
[μτγν. δαγκάνω. Ο τ. στο Meursius (‑κκά‑). Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.