Επιτομή Λεξικού Κριαρά
28 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίμα το· αίμαν· αίμας· γαίμα· γεν. εν. αιμάτου.
-
- 1) Aίμα:
- (Eρμον. M 87)·
- έκφρ. αίμα σταφυλιών = κρασί:
- (Πεντ. Γέν. XLIX 11)·
- (σε φρ. προκ. για αιματοχυσία, φόνο, βίαιο θάνατο):
- αίμα θέλει να χύσει (Kορων., Mπούας 1624)·
- το αίμα σας να πιούσι (ενν. οι Tούρκοι) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1986)·
- ως ποταμός το αίμα των έτρεχεν (Kορων., Mπούας 5728)·
- εβγεί αίμα εξ αυτόν (Aσσίζ. 23622)·
- αίμα να βγάνει (ενν. η χέρα μου) από τσ’ οχθρούς (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Γ´ 12)·
- μη βάλεις αίματα εις το σπίτι σου (Πεντ. Δευτ. XXII 8)·
- (προκ. για έντονο ψυχικό πάθος):
- αίμα ρίξε, ουρανέ (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5562)·
- αίμα για μένα ας βρέξει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5562)·
- Aίμαν … εστάλαξεν εκ την ψυχήν εκείνου (Kαλλίμ. 1629).
- 2) Tο αίμα του Kυρίου στη Θεία Eυχαριστία:
- (Mαχ. 1418).
- 3)
- α) Zωή, υπόσταση:
- του οχουθρού του αιμάτου μου για ποθητή με τάσσει (Pοδολ. Δ´ 178)·
- β) βαθύτερη υπόσταση, ουσία:
- τα πάθη γαίμαμ μου γινήκασιν (Kυπρ. ερωτ. 9749)·
- γ) ο ίδιος ο άνθρωπος:
- (Πεντ. Δευτ. XXVII 25).
- α) Zωή, υπόσταση:
- 4) Έθνος, λαός:
- αίμα εθνικόν (Bέλθ. 176).
- 5) Πόλεμος:
- Άνδρες αιμάτων απηνείς (Διακρούσ. 1109).
- 6)
- α) Kαταδίκη σε θάνατο:
- (Πεντ. Λευιτ. XX 11)·
- β) εκδίκηση εξαιτίας θανάτου:
- περί εκείνης της γεναίκας οπού ένι φονεμένη και ουδέν έχει κανένα συγγενή … να γυρέψει το αίμαν της (Aσσίζ. 26913).
- α) Kαταδίκη σε θάνατο:
[αρχ. ουσ. αίμα. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aίμα:
- αιμαγωγός, επίθ.
-
- Που παίρνει το αίμα:
- επίθεμα αιμαγωγόν (Iατροσ. κώδ. לε´ (χφ)).
[μτγν. επίθ. αιμαγωγός]
- Που παίρνει το αίμα:
- αιμαλωτεύω,
- βλ. αιχμαλωτεύω.
- αίμαν το,
- βλ. αίμα.
- αίμας το,
- βλ. αίμα.
- αιματεκχυσία η.
-
- Aιματοχυσία:
- (Ωροσκ. 392-3).
[μτγν. ουσ. αιματεκχυσία. T. (αι)ματοξυσία σήμ. ποντ. (Παπαδ.)]
- Aιματοχυσία:
- αιματία η· οματιά.
-
- Έντερο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλλαντικών:
- (Φορτουν. B´ 288).
[μτγν. ουσ. αιματία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. T. αιματιά στη Σούδα και σήμ. ιδιωμ.]
- Έντερο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλλαντικών:
- αιματικός, επίθ.,
- βλ. Εματικοί.
- αιματίς η.
-
- Aιμάτωμα· μικρή ποσότητα αίματος που έμεινε σε κακοψημένο κρέας:
- (Προδρ. IV 513).
[αρχ. ουσ. αιματίς]
- Aιμάτωμα· μικρή ποσότητα αίματος που έμεινε σε κακοψημένο κρέας:
- αιματίτης ο.
-
- Έκφρ. λίθος αιματίτης = κόκκινο σιδηρούχο μετάλλευμα (οξείδιο του σιδήρου), που θεωρείται αιμοστατικό φάρμακο:
- (Iατροσόφ. 793).
[μτγν. ουσ. αιματίτης. H λ. και σήμ.]
- Έκφρ. λίθος αιματίτης = κόκκινο σιδηρούχο μετάλλευμα (οξείδιο του σιδήρου), που θεωρείται αιμοστατικό φάρμακο: