Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τζιέρι
1 item total
τζιέρι το [dziéri] & τζιγέρι το [dzijéri] Ο44 (πληθ.) : (λαϊκότρ.) τα σπλάχνα, τα εντόσθια, κυρίως από σφάγιο. ΦΡ μου ΄φαγε τα τζιέρια, με βασάνισε πολύ· ΣYN ΦΡ μου ΄πρηξε το συκώτι. (προσφών.) ~ μου!

[τουρκ. ciğer (από τα περσ.) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go