Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλαστογράφος
1 item total
πλαστογράφος ο [plastoγráfos] Ο18 θηλ. πλαστογράφος [plastoγráfos] Ο35 : αυτός που πλαστογραφεί κτ., που διαπράττει πλαστογραφία: Συνελήφθησαν οι πλαστογράφοι. || (μτφ.): Πλαστογράφοι της ιστορίας / της αλήθειας, διαστρεβλωτές.

[λόγ. < ελνστ. πλαστογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go