Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μπαξεβάνης ο [baksevánis] Ο11 : (λαϊκότρ.) κηπουρός, περιβολάρης.
[τουρκ. bahçιvan, bağçevan -ης με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]