Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελαγχολικός -ή -ό [melaŋxolikós] Ε1 : 1α. (για πρόσ.) που αισθάνεται θλίψη, κατάπτωση, απαισιοδοξία: ~ άνθρωπος. Είναι / φαίνεται κάποιος ~. || (ψυχ.) ~ τύπος. β. που φανερώνει την ύπαρξη μελαγχολίας: Mελαγχολικό πρόσωπο. Mελαγχολικά μάτια. Mελαγχολική διάθεση. 2. που προκαλεί μελαγχολία: Mελαγχολικό τοπίο / περιβάλλον. Mελαγχολική μουσική. ~ καιρός.
μελαγχολικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μελαγχολικός]