Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιθάρι το [liθári] Ο44 : 1. κάθε πέτρα, λίθος: Ο τόπος ήταν γεμάτος λιθάρια. ΦΡ βάζω / προσθέτω ένα ~ / λιθαράκι, συμβάλλω ενεργά σε κτ.: Ο Ψυχάρης έβαλε / πρόσθεσε κι αυτός ένα ~ στο οικοδόμημα της νεοελληνικής γλώσσας. 2. ο λίθος που χρησιμοποιούνταν στο αγώνισμα της λιθοβολίας και το αντίστοιχο αγώνισμα: Πάμε να ρίξουμε ~. Ήρθε πρώτος στο ~.
λιθαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ΦΡ βάζω / προσθέτω ένα λιθάρι* / ~. [μσν. λιθάρι(ν) < ελνστ. λιθάριον υποκορ. του αρχ. λίθος, ὁ]