Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λεονταρισμός ο [leondarizmós] Ο17 : υπερβολική επίδειξη τόλμης και δύναμης με σκοπό τον εντυπωσιασμό, τον εκφοβισμό του αντιπάλου: Επιδίδεται σε άσκοπους λεονταρισμούς απέναντι σε έναν ανίσχυρο αντίπαλο.
[λόγ. λεοντάρ(ι) -ισμός]