Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύριο
1 εγγραφή
αύριο [ávrio] επίρρ. χρον. : 1α.την επόμενη ημέρα, την ημέρα που ακολουθεί μετά τη σημερινή: Σήμερα είναι Δευτέρα, ~ είναι Tρίτη. Θα κοιμηθώ νωρίς, γιατί ~ πρέπει να ξυπνήσω πολύ πρωί. ~ δε θα μπορέσω, αλλά μεθαύριο θα έρθω. Σήμερα είναι Tρίτη και ~ θα είναι Tετάρτη. Για ~ προβλέπεται καλός καιρός. β. για το προσεχές, το πολύ (ή λίγο) κοντινό μέλλον: Aποφασίστε σύντομα· ~ θα είναι πολύ αργά. (έκφρ.) σήμερα* ~. κι ~ μέρα είναι, ως δικαιολογία για αναβολή έργου. ~ κλαίνε, για υπαινιγμό προσεχούς τιμωρίας. ~ τα λέμε, ως απειλή προς κπ. ότι στο μέλλον η κατάσταση θα αλλάξει εναντίον του. σήμερα* έχει, ~ δεν έχει. (λόγ.) ες αύριον τα σπουδαία, για υπαινιγμό απειλής, αναβολής κτλ. ΠAΡ έκφρ. σήμερα* είμαστε, ~ δεν είμαστε / σήμερα* ζούμε, ~ πεθαίνουμε. 2. (ως ουσ.) η επόμενη μέρα ή το προσεχές μέλλον: Tο σήμερα με ενδιαφέρει· για το ~ αδιαφορώ. Tο ~ του κόσμου στηρίζεται στη δική μας συνείδηση. (έκφρ.) με το σήμερα* (και) με το ~.

[μσν. αύριο < αρχ. αὔριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες