Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγχονισμός
1 εγγραφή
απαγχονισμός ο [apaŋxonizmós] Ο17 : η ενέργεια του απαγχονίζω, κυρίως ως θανατική ποινή: Θανατώθηκε / καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό / δι΄ απαγχονισμού.

[λόγ. απαγχονισ- (απαγχονίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες