Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδάσωση
1 εγγραφή
αναδάσωση η [anaδásosi] Ο33 : δεντροφύτευση απογυμνωμένων δασικών εκτάσεων: Tο πρόγραμμα αναδάσωσης έχει καλύψει ήδη 1600 εκτάρια. Εκατοντάδες εθελοντές συγκεντρώθηκαν για να βοηθήσουν στην ~. || (επέκτ.): H ~ των περιχώρων βελτίωσε το κλίμα.

[λόγ. αναδασω- (δες αναδασώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. reboisement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες