Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύγα η· μύγια.
-
- 1) Το έντομο μύγα:
- Μύγες πολλές πάσα λογής η Αίγυπτος γεμίζει (Χούμνου, Κοσμογ. 2317· Ζήν. Γ́ 280).
- 2) (Συνεκδ.) προκ. για πολύ μικρό (πολεμικό) πλοίο:
- τον πόρον της Λογγιβαρδίας εκράτησεν, ως μη μόνον τριάρμενον καράβιν … δυνατόν εστί διαπεράσαι, αλλ’ ουδέ μύγιαν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 385 (αντί μυοπάρωνα (δίκωπον))).
[<αρχ. ουσ. μυία. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1) Το έντομο μύγα: