Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εικών η· εικόνα· ’κόνα.
-
- 1) Ζωγραφιά·
- (εδώ ως προσφών. ωραίας κόρης):
- «Άφες, εικόνα, να θρηνείς» (Λίβ. Sc. 2147).
- (εδώ ως προσφών. ωραίας κόρης):
- 2) Ομοίωμα:
- Περί ψυχής του ανθρώπου, ότι είναι εικόνα Θεού (Βακτ. αρχιερ. 189).
- 3) Ζωγραφική απεικόνιση του Θεού ή αγίων προσώπων, εικόνισμα:
- εικόνες … των αγίων Θεοδώρων (Διγ. Άνδρ. 36121).
[αρχ. ουσ. εικών. Ο τ. εικόνα και σήμ.]
- 1) Ζωγραφιά·