Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ἀγορὰ"

1 εγγραφή
ἀγορὰ
Α. 1. συγκέντρωση του λαού ή του στρατού (σε αντίθεση με τη λ.βουλή=συνέλευση των αρχόντων) |συγκέντρωση των θεών 2. η αγόρευση, οι λόγοι που εκφωνούνται στη συνέλευση |φρ. ἀγορὴν ποιεῖσθαι ή τίθεσθαι, ἀγορήνδε καλέειν ή κηρύσσειν, ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν, ποιεῖν=συγκαλώ συνέλευση, καλώ σε συνέλευση |φρ. καθίζειν ἀγορήν (αντ. λύειν ἀγοράν)=κηρύσσω την έναρξη (αντ. τη λήξη) της συνέλευσης |φρ. εἰς τὴν ἀγορὰν εἰσιέναι=συμμετέχω στη συνέλευση του λαού Β. |τόπος συνέλευσης των πολιτών |τόπος εμπορικών συναλλαγών, αγορά |τόπος αμφίβολων συναλλαγών, άρα τόπος από όπου προέρχονται ή όπου συχνάζουν οι πονηροί, οι χυδαίοι 2. οργάνωση αγοραπωλησίας, διακίνηση εμπορευμάτων |εμπορεύματα |φρ. ἀγορὰ ἐλευθέρα=αγορά χωρίς εμπορεύματα (αντ. ἀγορὰ ἀναγκαῖα=αγορά γεμάτη εμπορεύματα) |φρ. περὶ ή ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν, ἀγορὰ πλήθουσα, ἀγορῆς πληθώρῃ, πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι (αντ. ἀγορῆς διάλυσις)
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες