Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "βαρὺ"

1 εγγραφή
βαρύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που έχει βάρος, ασήκωτος, δυσβάσταχτος |για πράγματα |βαριά οπλισμένος |για στρατό Β. 1. ενοχλητικός, φορτικός, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος, καταθλιπτικός, βλαβερός |για πρόσωπα και καταστάσεις |αυστηρός, άγριος, εχθρικός |σοβαρός, σημαντικός, ισχυρός 2. αργός, δυσκίνητος |για σωματική κατάσταση Γ.δυνατός, οξύς, βαθύς, βαρύς |για ήχους φυσικούς, μουσικών οργάνων, και για την προσωδία |έντονος, βαρύς, δυσάρεστος |για οσμές |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά, πιεστικά, φορτικά, βαριά |με τα ρ. φέρω και ἔχω
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες