Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αἵρεσις"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αἵρεσις
Α. κατάκτηση, άλωση |με γεν. αντικ. |με γεν. υποκ. Β. 1. εκλογή μετά από διαδικασία ψηφοφορίας (πρεσβείας, βουλής, αρχόντων) |ως επίρρημα αἱρέσει αντ. του κλήρῳ 2. επιλογή, διαδικασία επιλογής, δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων αντιλήψεων, θέσεων, καταστάσεων κ.ά. 3. κλίση, προτίμηση |φρ. αἵρεσιν δίδωμι=δίνω τη δυνατότητα επιλογής