Α.ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ., φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα, αιτία (λατ. causa) |επιστημ. |πρωταρχική αιτία Β. |αρνητικά 1. ευθύνη, κατηγορία 2. μομφή, ψόγος |με ὡς |επίκριση, κατάκριση 3. καταγγελία, κατηγορία (λατ. crimen) |δικανικός όρος |με γεν. της αιτίας |φρ. αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματα,αντ. αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις) |φρ. αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία, αθωώνω |φρ. αἰτίαν ἔχειν, φέρεσθαι τινός=κατηγορούμαι για κάτι |φρ. εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, αἰτίαις περιπίπτειν=κατηγορούμαι |φρ. αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ. |φρ. αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία |φρ. ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, ἔχειν =θεωρώ κπ. ένοχο |φρ. εἰς αἰτίαν καθιστάναι τινά=κατηγορώ κάποιον |φρ. τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ. Γ. |θετικά 1. φήμη 2. αγαθή ενέργεια, το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας |