Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "αἰτία"

2 εγγραφές [1 - 2]
αἰτία
Α.ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ., φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα, αιτία (λατ. causa) |επιστημ. |πρωταρχική αιτία Β. |αρνητικά 1. ευθύνη, κατηγορία 2. μομφή, ψόγος |με ὡς |επίκριση, κατάκριση 3. καταγγελία, κατηγορία (λατ. crimen) |δικανικός όρος |με γεν. της αιτίας |φρ. αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματα,αντ. αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις) |φρ. αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία, αθωώνω |φρ. αἰτίαν ἔχειν, φέρεσθαι τινός=κατηγορούμαι για κάτι |φρ. εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, αἰτίαις περιπίπτειν=κατηγορούμαι |φρ. αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ. |φρ. αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία |φρ. ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, ἔχειν =θεωρώ κπ. ένοχο |φρ. εἰς αἰτίαν καθιστάναι τινά=κατηγορώ κάποιον |φρ. τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ. Γ. |θετικά 1. φήμη 2. αγαθή ενέργεια, το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας
αἰτιάομαι
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. θεωρώ κπ. υπεύθυνο για κτ., αποδίδω σε κπ. ή κτ. την αιτία |διατείνομαι, ισχυρίζομαι |με απρφ. 2. κατηγορώ, κατακρίνω, ψέγω |με αιτ. |με αιτ. και γεν. |με διπλή αιτ. |με αιτ. και περί |με ὡς ή ὅτι 3. θεωρώ κπ. ως αιτία αγαθού Β.ΠΑΘΗΤΙΚΟ |κατηγορούμαι από κπ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες