Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Θ*"
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαυμάζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. παρατηρώ, κοιτάζω κτ. με θαυμασμό |θαυμάζω, τιμώ, σέβομαι |με αιτ.προσ. ή πράγμ. |απόλ. 2. απορώ, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι |με αιτ. και απρμφ. |με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση |με γεν. |με αιτ. και γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι, τιμώμαι, είμαι σεβαστός, εκτιμώμαι - θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ό,τι προκαλεί έκπληξη και απορία, κάποτε και φόβο, επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο, ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων |φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα, παράξενα |ΠΛ 2. ό,τι προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό, επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά, αντίθετα με ό,τι μπορούσε να περιμένει κανείς, ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά |για πράγματα, φαινόμενα, γεγονότα |όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά |για ανθρώπους |ειρων. |φρ. ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου |ΠΛ |φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό |ΠΛ |με άλλο επίθ. ως επιτατικό της σημασίας του |ΠΛ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. εξαιρετικά καλά, σε εξαιρετικό βαθμό |ειρων. 2. εκπληκτικά, με την έννοια του απροσδόκητου, του μη αναμενόμενου - θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που προκαλεί το θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμαστός Β. θαυμάσιος, έξοχος, εξαίρετος |για πρόσωπα και πράγματα |ειρων. Γ. αυτός που προξενεί απορία, παράξενος |αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους, παράδοξος, θαυματικός |απρόσ. έκφραση θαυμαστόν ἐστι |ο πληθ. του ουδ. ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη |φρ. ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο, καθόλου περίεργο! |φρ. θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ. πολύ περίεργο ή άξιο απορίας |ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια, έξοχα, υπέροχα