Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Ε*"
33 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἔγκλημα
1. κατηγορία, αιτία κατηγορίας |διαμαρτυρία, παράπονο, αφορμή παραπόνων 2. έγκλημα, αμάρτημα, αδίκημα 3. καταγγελία, δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις, αντ. γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη |κατηγορητήριο έγγραφο - εἶδος
1. η εμφάνιση, η εξωτερική μορφή, το σχήμα, το παρουσιαστικό, αυτό που φαίνεται |για έμψυχα και άψυχα |η ομορφιά του προσώπου, η ωραία μορφή, το παράστημα |με γεν. ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2. ο τύπος, το είδος, η κατηγορία, η ιδιαίτερη φύση, το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης |ο τρόπος σκέψης, ο τρόπος ενέργειας, η μέθοδος, οι συνθήκες 3. ταξινόμηση, διαίρεση γένους ή είδους |επιστήμη |ιδέα, σκέψη, πρότυπο, αρχέτυπο |ΠΛ |το σχήμα, η μορφή, σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη |ΑΡΙΣΤ |η φύση , η ουσία |ύφος |ρητορική - εἰσβολή
1. είσοδος, πέρασμα, διάβαση, στενό πέρασμα, πρόσβαση, εκβολές ποταμού 2. επίθεση, εισβολή, επιδρομή 3. αρχή, έναρξη, είσοδος, εισαγωγή, πρόλογος |μτφ. - ἐκκλησία
1. (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών, θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες, εκκλησία του δήμου |φρ. ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν συνάγω, συναγείρω, ἁθροίζω, συλλέγω, ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν ἀνίστημι, διαλύω=διαλύω τη συνέλευση |(έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση, συνάθροιση 2. τόπος συνάθροισης - ἑκών
|αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του, πρόθυμα, με ευχαρίστηση |αυτός που κάνει κτ. σκόπιμα, επίτηδες |φρ. ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα |φρ. ἑκὼν ἑκόντι, ἑκὼν παρ'ἑκόντος, ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία |φρ. ἄκων ἢ ἑκών |φρ. βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ., ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία - ἔλεγχος
|εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας, λογοδοσία, απόδειξη |διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της, έρευνα |δικανικός όρος |συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης, αποδεικτικός συλλογισμός |φιλοσοφία |φρ. ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω, ερευνώ |φρ. εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία, σε έλεγχο, προβαίνω σε έλεγχο |φρ. ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι |φρ. ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο |φρ. εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία - ἐλέγχω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. διερευνώ, ερωτώ, επιπλήττω, ψέγω, κατηγορώ |επιπλήττω, ψέγω, κατηγορώ κπ. για μια ενέργεια |με αιτ. και απρφ. |εξετάζω, υποβάλλω σε έλεγχο, ελέγχω |με δευτερεύουσα πρόταση |αποδεικνύω, πείθω για κτ., δηλώνω |απόλ. |αντικρούω, ανασκευάζω, αποδεικνύω κτ. με τη μέθοδο της ''εις άτοπον απαγωγής'' |με αιτ. προσ. ή πράγμ. |αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω κπ. ή κτ. 2. ολιγωρώ, περιφρονώ, ντροπιάζω |με αιτ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι 2. ελέγχομαι, αποδεικνύομαι 3. αποκρούομαι, ανασκευάζομαι, απορρίπτομαι - ἐλεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος, που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, ο εθνικά ανεξάρτητος, αντ. δοῦλος 2. αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου, που έχει ελεύθερο φρόνημα, που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση, που δεν εξαναγκάζεται |με γεν.=απαλλαγμένος από κτ. |αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη, έντιμος, μεγαλόψυχος, ευγενής, συν. ἐλευθέριος 3. σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη |για γυναίκα Β. αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους, προσιτός |για πράγματα |αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα |για κτήματα |ως ουσ. τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία |ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό, ανεξάρτητα, με ελεύθερη βούληση - ἐμφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που αντανακλά, αυτός που καθρεφτίζει |για κάτοπτρα 2. ορατός, φανερός, προφανής, έκδηλος, σαφής |για πρόσωπα,για πράγματα, για λόγους |γνωστός, πασίγνωστος |ολοφάνερος |για θεούς |ως ουσ. τό ἐμφανές |φρ. ἐμφανῆ παρέχειν τινά, καθιστάναι εἰς ἐμφανές, εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ. ή κτ., αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ. πράγματος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά, με έκδηλο τρόπο, καθαρά, δημόσια - ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος, χειροπιαστός |φανερός, ευκρινής, ολοκάθαρος |για όνειρα ή οράματα |λαμπρός, ξεχωριστός 2. προφανής, καταφανής, ευνόητος, κατανοητός, ξεκάθαρος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά, φανερά, καθαρά, με σαφήνεια