Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δοκιμασία
    • ουσιαστικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. έλεγχος, εξέταση, δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2. έλεγχος, εξέταση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. έλεγχος, εξέταση, δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα
    • ΠΛ Νομ 760a τὴν δὲ αἵρεσιν τούτων καὶ τὴν δοκιμασίαν γίγνεσθαι καθάπερ ἡ τῶν στρατηγῶν ἐγίγνετο
    • ΞΕΝ Ελλ 6.4.31 ἐξέτασιν πεποιηκὼς καὶ δοκιμασίαν τοῦ Φεραίων ἱππικοῦ
    • ΛΥΣ 26.12 περὶ ταύτης τῆς ἀρχῆς ἀκριβεστέραν τὴν δοκιμασίαν ἢ περὶ τῶν ἄλλων ἀρχῶν ποιεῖσθαι
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 59.4 εἰσάγουσιν δὲ καὶ τὰς δοκιμασίας ταῖς ἀρχαῖς ἁπάσαις
    • ΔΗΜ 44.41 εἰσποιεῖ Λεωχάρην τὸν αὑτοῦ υἱὸν Ἀρχιάδῃ παρὰ πάντας τοὺς νόμους͵ πρὶν τοῦ δήμου τὴν δοκιμασίαν γενέσθαι
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.186 οὔθ΄ ὁ νόμος ὁ περὶ τῆς τῶν ῥητόρων δοκιμασίας φαῦλος
    • Η διαδικασία αφορά α) τους εκλεγμένους άρχοντες, τους στρατηγούς, τους ιερείς και τους ιππείς, προκειμένου να ελεγχθεί αν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα για καταλάβουν μια θέση ή μια υπηρεσία β)τους εφήβους, προκειμένου να γίνουν δεκτοί στην τάξη των ανδρών και να τους παραχωρηθούν τα ανάλογα δικαιώματα και γ) τους ρήτορες, για να εξακριβωθεί το δικαίωμα της δημηγορίας.
    • 2. έλεγχος, εξέταση
    • ΙΣΟΚΡ 2.27 ἀκριβεῖς ποιοῦ τὰς δοκιμασίας τῶν συνόντων { να εξετάζεις με αυστηρότητα αυτούς που σε συναναστρέφονται }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΟΚΙΜΑΖΩ >
    • Από: δοκιμα- + -σια.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δοκιμαστής
      • ρήματα: δοκιμόω-ῶ 'δοκιμάζω', ἀποδοκιμάζω 'απορρίπτω μετά από έλεγχο', ἀποδοκιμάω-ῶ 'αποδοκιμάζω'
      • επίθετα: ἀδοκίμαστος 'μη αποδεκτός', ἀδόκιμος 'αυτός που δεν ισχύει'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δοκιμαστήριον 'έλεγχος', δοκίμιον 'απόδειξη'
      • επίθετα: δοκιμαστικός, δοκιμαστός, ἀποδοκιμαστικός, ἀποδόκιμος 'αυτός που δεν έχει αξία, αυτός που απορρίπτεται'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δοκίμιον, δοκιμιογράφος, αποδοκίμασις, αποδοκιμαστής, επιδοκιμασία, επιδοκιμαστικός, επιδοκιμαστικώς, αποδοκιμαστικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. δοκίμιν, διτζίμιν, Τήλος δοκίμι, Κάρπαθ. ᾽οκίμι, Στερ.Ελλ. δουκίμ᾽ 'αγώνισμα, διαγωνισμός', Στερ.Ελλ. Θεσσ. δόκιμους, Κρ. Κύπ. δόκιμος, 'ικανός, ταλαντούχος, ενεργός, ζωηρός, κατάλληλος, ταιριαστός'