Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δοκιμάζω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. υποβάλλω σε δοκιμή, ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων, νομισμάτων, κρασιού, ζώων) |για πράγματα |με αιτ. |για αφηρημένο ουσιαστικό |με απρφ. |με πλάγια ερώτηση |εξετάζω, ερευνώ, ελέγχω |για πρόσωπα 2. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, κρίνω κπ. ή κτ. κατάλληλο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη) Β. ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου, επιλέγω Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος |έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη) |απρόσ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. υποβάλλω σε δοκιμή, ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων, νομισμάτων, κρασιού, ζώων)
    • για πράγματα
    • με αιτ.
    • ΙΣΟΚΡ 12.39 ὥσπερ τήν πορφύραν καί τόν χρυσόν θεωροῦμεν καί δοκιμάζομεν
    • ΗΡ 2.38 τοὺς δὲ βοῦς τοὺς ἔρσενας τοῦ Ἐπάφου εἶναι νομίζουσι καὶ τούτου εἵνεκα δοκιμάζουσι αὐτοὺς ὧδε
    • για αφηρημένο ουσιαστικό
    • ΙΣΟΚΡ 3.44 χρὴ δὲ δοκιμάζειν τὰς ἀρετὰς
    • με απρφ.
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.4 ταῦτα ἱκανῶς ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε
    • με πλάγια ερώτηση
    • ΞΕΝ Οικ 9.15 δοκιμάζειν εἰ καλῶς ἕκαστον ἔχει
    • εξετάζω, ερευνώ, ελέγχω
    • για πρόσωπα
    • ΙΣΟΚΡ 1.25 δοκίμαζε τούς φίλους ἐκ τῆς περί τόν βίον ἀτυχίας
    • ΘΟΥΚ 6.53.2 οὐ δοκιμάζοντες τοὺς μηνυτάς
    • 2. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, κρίνω κπ. ή κτ. κατάλληλο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη)
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 42.2 δοκιμάζει τούς ἐγγραφέντας ἡ βουλή
    • ΛΥΣ 16.3 δέομαι ὑμῶν ἐμέ μέν δοκιμάζειν
    • Β. ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου, επιλέγω
    • ΞΕΝ Οικ 8.10 χώραν τε δοκιμασώμεθα τὴν προσήκουσαν ἑκάστοις ἔχειν
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος
    • ΘΟΥΚ 2.35 ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν
    • έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη)
    • ΔΗΜ 18.266 τήμερον ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 55.2 πάντες γὰρ καὶ οἱ κληρωτοὶ καὶ οἱ χειροτονητοὶ δοκιμασθέντες ἄρχουσι
    • ΔΗΜ 59.105 τοὺς δοκιμασθέντας ἀναγραφῆναι ἐν στήλῃ λιθίνῃ͵ καὶ στῆσαι ἐν ἀκροπόλει παρὰ τῇ θεῷ
    • ΛΥΣ 14.22 ἐὰν μὲν ἀποδείξωσιν οἱ λέγοντες...ὑπὲρ Ἀλκιβιάδου...ὡς ἵππευε δεδοκιμασμένος͵ ἀποψηφίσασθαι
    • απρόσ.
    • ΔΗΜ 60.17 δοκιμάζεται τί πρακτέον ἐστί
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΟΚΙΜΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ9
    • δοκιμάζω, ἐδοκίμαζον, δοκιμάσω, ἐδοκίμασα, (σύνθ. -δεδοκίμακα)
    • δοκιμάζομαι, ἐδοκιμαζόμην, -, ἐδοκιμασάμην, δεδοκίμασμαι
    • παθ. μέλλ. δοκιμασθήσομαι, παθ. αόρ. ἐδοκιμάσθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δοκιμαστής
      • ρήματα: δοκιμόω-ῶ 'δοκιμάζω', ἀποδοκιμάζω 'απορρίπτω μετά από έλεγχο', ἀποδοκιμάω-ῶ 'αποδοκιμάζω'
      • επίθετα: ἀδοκίμαστος 'μη αποδεκτός', ἀδόκιμος 'αυτός που δεν ισχύει'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δοκιμαστήριον 'έλεγχος', δοκίμιον 'απόδειξη'
      • επίθετα: δοκιμαστικός, δοκιμαστός, ἀποδοκιμαστικός, ἀποδόκιμος 'αυτός που δεν έχει αξία, αυτός που απορρίπτεται'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δοκίμιον, δοκιμιογράφος, αποδοκίμασις, αποδοκιμαστής, επιδοκιμασία, επιδοκιμαστικός, επιδοκιμαστικώς, αποδοκιμαστικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. δοκίμιν, διτζίμιν, Τήλος δοκίμι, Κάρπαθ. ᾽οκίμι, Στερ.Ελλ. δουκίμ᾽ 'αγώνισμα, διαγωνισμός', Στερ.Ελλ. Θεσσ. δόκιμους, Κρ. Κύπ. δόκιμος, 'ικανός, ταλαντούχος, ενεργός, ζωηρός, κατάλληλος, ταιριαστός'