Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- δίδωμι
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. δίνω, παρέχω, προσφέρω |με αιτ. και δοτ. |με δοτ. και απρφ. |με απρφ. |με αιτ. 2. παραδίδω |με αιτ. και δοτ. |παραδίδω γυναίκα σε κπ. για σύζυγο 3. προσφέρω στους θεούς (δώρο, προσφορά, θυσία) |με αιτ. και δοτ. |χαρίζω, επιτρέπω |σε προσευχές και ευχές |φρ. δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια, είμαι ευμενής 4. αποδέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο |επιστημ. |ΠΛ, ΑΡΙΣΤ |φρ. δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση, τιμωρούμαι, υποβάλλομαι σε διαιτησία |φρ. ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο, δεσμεύομαι με όρκο |φρ. ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω, εγκρίνω με ψήφο |φρ. ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία |φρ. λόγον δίδωμι=λογοδοτώ |φρ. λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ. να μιλήσει |φρ. χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι |φρ. δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι, παρέχομαι, δωρίζομαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. δίνω, παρέχω, προσφέρω
- με αιτ. και δοτ.
- ΙΣΟΚΡ 17.25 ὅτε γὰρ ἐδίδομεν τῷ ξένῳ τὴν συνθήκην
- ΗΡ 5.94 Ἱππίῃ δὲ ἐνθεῦτεν ἀπελαυνομένῳ ἐδίδου μὲν Ἀμύντης ὁ Μακεδὼν Ἀνθεμοῦντα
- ΙΣΟΚΡ 5.33 Λακεδαιμόνιοι δὲ τοῖς ἀπ΄ ἐκείνου γεγονόσιν καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον δεδώκασιν
- με δοτ. και απρφ.
- ΟΜ Ιλ 7.149 δῶκε δ΄ Ἐρευθαλίωνι φίλῳ θεράποντι φορῆναι
- ΜΙΜΝ απ 4.1 Τιθωνῷ μὲν ἔδωκεν ἔχειν κακὸν ἄφθιτον γῆρας
- με απρφ.
- ΗΡ 4.172 ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν
- ΑΡΙΣΤΟΦ απ 203.1 μυῖαν ἐμβαλὼν ἐδίδου ῥοφεῖν ἄν
- με αιτ.
- ΟΜ Ιλ 1.96 τοὔνεκ΄ ἄρ΄ ἄλγε΄ ἔδωκεν ἑκηβόλος
- ΕΥΡ Βακ 699 αἱ δ΄ ἀγκάλαισι δορκάδ΄ ἢ σκύμνους λύκων ἀγρίους ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα
- 2. παραδίδω
- με αιτ. και δοτ.
- ΟΜ Οδ 19.167 ἦ μέν μ΄ ἀχέεσσί γε δώσεις πλείοσιν ἢ ἔχομαι { θα με παραδώσεις αλήθεια σε μεγαλύτερα βάσανα από αυτά που με κρατούν }
- ΠΛ Φαιδρ 254e τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας ὀδύναις ἔδωκεν
- παραδίδω γυναίκα σε κπ. για σύζυγο
- ΟΜ Οδ 2.223 καὶ ἀνέρι μητέρα δώσω
- ΘΟΥΚ 6.59.3 (Ἱππίας) Ἱππόκλου γοῦν τοῦ Λαμψακηνοῦ τυράννου Αἰαντίδῃ τῷ παιδὶ θυγατέρα ἑαυτοῦ μετὰ ταῦτα Ἀρχεδίκην... ἔδωκεν
- ΗΡ 9.111 ἀλλά τοι (=σοι) ἀντ΄ αὐτῆς ἐγὼ δίδωμι θυγατέρα τὴν ἐμήν
- 3. προσφέρω στους θεούς (δώρο, προσφορά, θυσία)
- με αιτ. και δοτ.
- ΟΜ Ιλ 12.6 οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας
- ΗΣ Εργ 138 οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον (οἱ ἄνθρωποι) μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν
- χαρίζω, επιτρέπω
- σε προσευχές και ευχές
- ΑΙΣΧ Χο 18 δός με τείσασθαι μόρον πατρός͵ γενοῦ δὲ σύμμαχος θέλων ἐμοί
- ΣΟΦ Φιλ 316 Ὀλύμπιοι θεοὶ δοῖέν ποτ΄ αὐτοῖς ἀντίποιν΄ ἐμοῦ παθεῖν
- φρ. δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια, είμαι ευμενής
- ΕΥΡ Αλκησ 1004 χαῖρ΄͵ ὦ πότνι΄͵ εὖ δὲ δοίης
- ΣΟΦ ΟιδΤ 1080 ἐγὼ δ΄ ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τύχης νέμων τῆς εὖ διδούσης
- 4. αποδέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο
- επιστημ.
- ΠΛ Φαιδ 100b ἃ εἴ μοι δίδως τε καὶ συγχωρεῖς εἶναι ταῦτα { εάν παραδεχτείς και συμφωνήσεις μαζί μου ότι υπάρχουν αυτά }
- ΠΛ, ΑΡΙΣΤ δοθεῖσαν γραμμὴν, ἀτόπου δοθέντος
- φρ. δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση, τιμωρούμαι, υποβάλλομαι σε διαιτησία
- ΙΣΟΚΡ 15.106 ἀξιῶ γὰρ, εἰ μὲν κακὸς ἀνὴρ γέγονεν Τιμόθεος καὶ πολλὰ περὶ ὑμᾶς ἐξήμαρτεν, μετέχειν καὶ δίκην διδόναι καὶ πάσχειν ὅμοια τοῖς ἀδικοῦσιν
- ΗΡ 1.2 οὐδὲ ἐκεῖνοι Ἰοῦς τῆς Ἀργείης ἔδοσάν σφι δίκας τῆς ἁρπαγῆς
- ΘΟΥΚ 7.18.2 ἢν δίκας ἐθέλωσι διδόναι { εάν ήθελαν να υποβληθούν σε διαιτησία }
- φρ. ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο, δεσμεύομαι με όρκο
- ΔΗΜ 33.13 δίδωσιν ὁ Παρμένων ὅρκον τούτῳ περί τινων ἐγκλημάτων
- φρ. ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω, εγκρίνω με ψήφο
- ΛΥΣ 15.1 ἡγούμενοι δεινὸν εἶναι εἰ οἱ τιθέντες τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν ψῆφον διδόντες παρακελεύσονται τῶν μὲν μὴ καταψηφίζεσθαι τῶν δὲ καταψηφίζεσθαι { θα σχηματίζατε τη γνώμη ότι είναι φοβερό αν οι πρόεδροι της επιτροπής επιλογής και όσοι θα ψήφιζαν θα πρότειναν άλλοι να αθωωθούν και άλλοι να καταδικαστούν }
- ΔΗΜ 59.109 οὐδενὸς εἰς ἀγῶνα καθιστάντος οὐδὲ διδόντος περὶ αὐτῆς τὴν ψῆφον
- φρ. ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία
- ΑΙΣΧΙΝ 2.13 δίδωσι ψήφισμα Φιλοκράτης ὁ Ἁγνούσιος͵ καὶ ὁ δῆμος ἅπας ὁμογνωμονῶν ἐχειροτόνησεν { ο Φιλοκράτης ο Αγνούσιος έθεσε μια πρόταση σε ψηφοφορία, την οποία ο δήμος επικύρωσε ομόφωνα }
- φρ. λόγον δίδωμι=λογοδοτώ
- ΛΥΣ 24. 26 οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν
- φρ. λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ. να μιλήσει
- ΞΕΝ Ελλ 5.2.20 ἐδίδοσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι τοῖς συμμάχοις λόγον
- φρ. χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι
- ΣΟΦ Αι 1354 μέμνησ΄ ὁποίῳ φωτὶ (=ἀνδρὶ) τὴν χάριν δίδως
- φρ. δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ.
- ΣΟΦ Φιλ 83 νῦν δ΄ εἰς ἀναιδὲς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν
- ΔΗΜ 18.97 ἀλλ΄ ὑπὲρ εὐδοξίας καὶ τιμῆς ἤθελον τοῖς δεινοῖς αὑτοὺς διδόναι
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι, παρέχομαι, δωρίζομαι
- ΘΟΥΚ 3.82.7 ὅρκοι...ἐν τῷ αὐτίκα πρὸς τὸ ἄπορον ἑκατέρῳ διδόμενοι ἴσχυον οὐκ ἐχόντων ἄλλοθεν δύναμιν
- ΞΕΝ Ελλ 7.3.2 ὅτε γὰρ ψῆφος ἐδίδοτο ἐν τῇ πόλει͵ εἰ δοκοίη ἀφίστασθαι
- ΗΡ 4.131 Πέρσαι δὲ τὸν φέροντα τὰ δῶρα ἐπειρώτων τὸν νόον τῶν διδομένων
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΔΙΔΩΜΙ >
- Από: ο ενεστωτικός τύπος είναι αναδιπλασιασμένος τύπος της ρίζας δω/δο με την προσθήκη του -ι-.
- Αρχαία ελληνική ρίζα δω/δο που ανάγεται σε ιε. καταγωγή. Στη ρίζα αυτή ενυπάρχει η έννοια της αμοιβαιότητας (δίνω/παίρνω).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- δίδωμι, ἐδίδουν, δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, ἐδεδώκειν
- δίδομαι, ἐδιδόμην, δώσομαι, αόρ. β΄ ἐδόμην, δέδομαι, ἐδεδόμην
- (μτγν. παθ. μέλλ.δοθήσομαι), (μτγν. παθ. αόρ. ἐδόθην)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: δόσις, δοτήρ, δωτήρ, δώτωρ, δότειρα, δῶρον, δωρεά, δώρημα
- ρήματα: δίδωμι, δωρέομαι, δωροφορέω, δωροκοπέω
- επίθετα: ἄδοτος, διόδοτος, θεόδοτος, πυθόδοτος, δοτικός, δωρητός, δωροδόκος, δωροφάγος, δωροφόρος, ἄδωρος, ἀδώρητος, πολύδωρος, ἀγλαόδωρος, ἀντίδωρος, βιόδωρος, διόδωρος, ζείδωρος, πάνδωρος, φιλόδωρος
- επιρρήματα: δωρεάν
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: δότης, χρησμοδότης, νομοδότης, ἐργοδότης, γνωμοδότης
- επίθετα: δοτός, πολύδοτος, ἀνένδοτος, ἀντίδοτος, ἀσκληπιόδοτος, θεοπαράδοτος, μητρόδοτος, πατροπαράδοτος, δυσανάδοτος, δυσαπόδοτος, ἀγαθόδωρος, θεόδωρος, μεγαλόδωρος, πλουσιόδωρος
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- δωρεοδότης, δωρεοδόχος, δωροδόχος, δωρητής, δωρήτρια, δωρομανείς, δωρομανία, δωροστόλιστον, δοσιδικία, δωσιδικώ, δοσιλογώ, δοσίλογος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κύπ. διω, γιω, Κύπ. Πόντ. δώρημαν, Πόντ. δότας
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ