Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- γλυκύς
- επίθετο
- -εῖα, -ύ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. γλυκός, αντ. του πικρός, ὀξύς, ἀλμυρός |για γεύση |ως ουσ. ὁ γλυκύς (ενν.ὁ οἶνος) Β. |μτφ. 1. ευχάριστος, ήπιος, ηδονικός |για αφηρημένα ουσιαστικά 2. αγαπητός, γλυκός |σε προσφώνηση |σε υπερθ. |αφελής, ανόητος |ειρων. |φρ. γλυκύ (ενν. ἐστι)
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. γλυκός, αντ. του πικρός, ὀξύς, ἀλμυρός
- για γεύση
- ΟΜ Ιλ 1.598 οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων
- ΑΡΙΣΤΟΦ απ 586 πλὴν μέλιτος οὐδὲν γλυκύτερον τῶν ἰσχάδων { εκτός από το μέλι δεν υπάρχει τίποτε πιο γλυκό από τα ξηρά σύκα }
- ΠΛ Θεαιτ 159d ἡ δὲ γλυκύτης πρὸς τοῦ οἴνου γλυκὺν τὸν οἶνον τῇ ὑγιαινούσῃ γλώττῃ ἐποίησεν καὶ εἶναι καὶ φαίνεσθαι
- ΗΡ 4.181 ἐκ μέσου τοῦ ἁλὸς ὕδωρ ψυχρὸν καὶ γλυκύ
- ως ουσ. ὁ γλυκύς (ενν.ὁ οἶνος)
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 875b οὐκ ἴδιον χυμὸν ἔχει ὁ γλυκύς͵ ἀλλ΄ ἀλλότριον
- Β.
- μτφ.
- 1. ευχάριστος, ήπιος, ηδονικός
- για αφηρημένα ουσιαστικά
- ΟΜ Ιλ 3.139 θεὰ γλυκὺν ἵμερον ἔμβαλε θυμῷ
- ΙΣΟΚΡ απ 19.1 ὁ Ἰσοκράτης ἔφησε τῆς παιδείας τὴν μὲν ῥίζαν εἶναι πικρὰν͵ τὸν δὲ καρπὸν γλυκύν
- ΣΟΦ Αντ 29 ἐᾶν δ΄ ἄκλαυτον͵ ἄταφον͵ οἰωνοῖς γλυκὺν/ θησαυρὸν εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς
- ΕΥΡ Αλκησ 693 τὸ δὲ ζῆν σμικρὸν ἀλλ΄ ὅμως γλυκύ
- ΞΕΝ Συμπ 4.26 ἐλπίδας γλυκείας παρέχει
- ΠΛ Φαιδρ 252a ἡδονὴν δ΄ αὖ ταύτην γλυκυτάτην ἐν τῷ παρόντι καρποῦται
- 2. αγαπητός, γλυκός
- σε προσφώνηση
- ΣΟΦ ΟιδΚ 106 ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου { για τις Ερινύες μετά τη μεταμόρφωσή τους σε Ευμενίδες }
- ΣΟΦ Τραχ 1041 ὦ γλυκὺς Ἀΐδας
- σε υπερθ.
- ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 475 Εὐριπίδιον ὦ γλυκύτατον καὶ φίλτατον
- ΠΛ Ιππαρχ 227d ἀλλ΄ ὁρᾷς͵ ὦ γλυκύτατε͵ τὸ κερδαίνειν ἄρτι ὡμολογήσαμεν εἶναι ὠφελεῖσθαι
- αφελής, ανόητος
- ειρων.
- ΠΛ ΙππΜ 288b ὡς γλυκὺς εἶ, ὦ Σώκρατες { πόσο αφελής είσαι Σωκράτη! }
- φρ. γλυκύ (ενν. ἐστι)
- ΣΟΦ ΟιδΤ 1390 τὸ γὰρ/ τὴν φροντίδ΄ ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΓΛΥΚΥΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε6
- επίθετο γλυκύτερος, γλυκύτατος
- συγκρ. γλυκίων (ΟΜ), υπερθ. γλύκιστος (αιολ.)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: γλυκυθυμία 'γλυκύτητα πνεύματος', γλυκύτης, γλυκίνας 'είδος γλυκού', γλυκώνειος 'στίχος επινοημένος από τον Γλύκωνα', γλεῦκος 'ο μούστος'
- ρήματα: ἐγγλύσσω 'έχω γλυκιά γεύση'
- επίθετα: γλυκερός, γλυκύδωρος, γλυκύθυμος 'αυτός που έχει γλυκιά ψυχή', γλυκυμείλιχος 'γλυκός, θελκτικός', γλυκύπικρος, γλύκων 'απονήρευτος', γλυκόεις
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αιολ. δωρ. γλυκύμαλον 'γλυκό μήλο'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: γλύκανσις, γλύκασμα 'γλυκύτητα', γλυκασμός 'γλυκύτητα, γλυκός οίνος', γλυκισμός, γλύκυσμα 'γλυκό', γλυκασία, γλυκέλαιον 'το γλυκό λάδι', γλυκήρατον 'είδος φυτού με γλυκή ρίζα', γλυκυμαρίδες 'είδος οστρέων', γλυκυπάρθενος, γλυκυπότης, γλυκύρριζα 'είδος φυτού με γλυκή ρίζα', ἡ γλυκεία 'η χολή', γλυκυφαγία, γλυκυφωνία, γλυκυχυμία, γλυκολογία, γλυκοποσία, γλυκόφως, γλυκάδιον 'κατ' ευφημισμόν το ξίδι', γλυκείδιον ή γλυκοίδιον 'έδεσμα ή ποτό από κρασί', γλύξις και γλεῦξις 'αδύνατο, γλυκερό κρασί'
- ρήματα: γλυκάζω 'παρέχω γλυκιά γεύση', γλυκαίνω 'κάνω κάτι γλυκό', γλυκίζω 'παρέχω γλυκίσματα', γλυκυθυμέω 'είμαι ευχάριστος', γλυκυκαρπέω, γλυκυμυθέω 'μιλώ με γλυκύτητα', γλυκυφωνέω, γλυκοποτέω, γλυκοτροφέω, γλυκοφαγέω, γλυκοφιλέω, γλυκοχαιρετάω, διαγλυκαίνω, ἐπιγλυκαίνω, καταγλυκαίνω, προαπογλυκαίνω, ὑπογλυκαίνω
- επίθετα: γλυκαῖος 'αυτός που τείνει προς το γλυκό', γλυκαντικός, γλύκειος 'γλυκός', γλυκοφόρος, γλυκεροστάφυλος, γλυκερόχρως, γλυκύδακρυς, γλυκυδερκής, γλυκυηχής, γλυκύκαρπος, γλυκύκρεως, γλυκυλόγος, γλυκύμορφος, γλυκύμυθος, γλυκύνους, γλυκύπαις, γλυκύστρυφνος, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος, γλυκύφρουρος, γλυκύχυλος, γλυκύχυμος, ἔγγλυκυς, ὀξυγλυκύς, ὑπέργλυκυς, ὑπόγλυκυς, φιλόγλυκυς, ἀγλευκής 'ξινός, στιφός'
- επιρρήματα: γλυκαντικῶς, γλυκέως, ὀξυγλυκέως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %γλυκ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- γλυκαισθησία, γλυκανάβλεμμα, γλυκαναλατία, γλυκαντικώς, γλυκεδώδιμον, γλυκελαϊκόν (οξύ), γλυκερεία 'γένος οικογένειας φυτών', γλυκερίδια, γλυκερίνη, γλυκερικός, γλυκισματοποιεία, γλυκογόνος, γλυκοδιήγητος, γλυκόηχος, γλυκολεπτοκελαδέω, γλυκολογέω, γλυκοπάρθενος, γλυκοτέχναι, γλυκοτρέμω, γλυκύγλωσσος, γλυκύμολπος, γλυκυσματοφάγος, γλυκύφωτος, γλυκύχρωμος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κάρπαθ. το γλυκύ, Πελοπ. γλυκόρριζα 'γλυκύρριζα', Πόντ. το γλυκόποτον, Τσακων. γλυτζερέ 'γλυκερέ', Πόντ. το γλύκασμαν
- Η λέξη γλυκάδι σημαίνει στον πληθυντικό τους αδένες του σφαγίου. Η λέξη γλυκάνισος είναι είδος φυτού αρωματικού που χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή του ούζου.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ