Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἄρχω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είμαι πρώτος, πηγαίνω πρώτος, προηγούμαι |οδηγώ κπ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. 2. κυβερνώ, διοικώ, είμαι αρχηγός |συνήθως με γεν., σπανιότερα με δοτ. προσ. |απόλ. |με σύστ. Α 3. αρχίζω, κάνω αρχή |με γεν. πράγμ. |με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ. |με δοτ. ή αιτ. |είμαι η αιτία, δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης Β.ΜΕΣΟ αρχίζω, κάνω αρχή |με γεν. πράγμ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με απρφ. (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας) |με μτχ. (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας) |φρ. ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι, εξουσιάζομαι, είμαι υπήκοος |οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. είμαι πρώτος, πηγαίνω πρώτος, προηγούμαι
- ΟΜ Ιλ 1.494 καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ...πάντες ἅμα͵ Ζεὺς δ΄ ἦρχε
- οδηγώ κπ.
- με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.
- ΟΜ Οδ 8.107 ἦρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἀέθλια θαυμανέοντες
- 2. κυβερνώ, διοικώ, είμαι αρχηγός
- συνήθως με γεν., σπανιότερα με δοτ. προσ.
- ΘΟΥΚ 2.33.1 ἦρχον δὲ τῆς στρατιᾶς Εὐφαμίδας τε ὁ Ἀριστωνύμου καὶ Τιμόξενος ὁ Τιμοκράτους καὶ Εὔμαχος ὁ Χρύσιδος
- ΙΣΟΚΡ 15.57 ὅτε Λακεδαιμόνιοι μὲν ἦρχον τῶν Ἑλλήνων͵ ἡμεῖς δὲ ταπεινῶς ἐπράττομεν
- ΕΥΡ Ανδρ 666 βάρβαροι δ΄ ὄντες γένος Ἕλλησιν ἄρξουσιν
- απόλ.
- ΑΙΣΧ Πρ 927 ὅσον τό τ΄ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα { πόσο είναι άλλο πράγμα η εξουσία από την υποταγή }
- με σύστ. Α
- ΘΟΥΚ 6.54.6 ἄλλοι τε αὐτῶν ἦρξαν τὴν ἐνιαύσιον Ἀθηναίοις ἀρχὴν καὶ Πεισίστρατος ὁ Ἱππίου τοῦ τυραννεύσαντος υἱός
- ΗΡ 3.80 πάλῳ μὲν γὰρ ἀρχὰς ἄρχει { διότι τα αξιώματα δίνονται με τον κλήρο }
- 3. αρχίζω, κάνω αρχή
- με γεν. πράγμ.
- ΘΟΥΚ 1.53.2 ἀδικεῖτε͵ ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι͵ πολέμου ἄρχοντες καὶ σπονδὰς λύοντες
- με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ.
- ΞΕΝ Ελλ 2.2.23 νομίζοντες ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῇ Ἑλλάδι ἄρχειν τῆς ἐλευθερίας { νομίζοντας ότι εκείνη τη μέρα ήταν η αρχή της ελευθερίας για την Ελλάδα }
- ΘΟΥΚ 2.53.1 πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα { αλλά ο λοιμός έκανε την αρχή και σε πολλά άλλα κακά που για πρώτη φορά φάνηκαν στην πόλη }
- με δοτ. ή αιτ.
- ΠΙΝΔ Ισθ 6.37 σπονδαῖσιν ἄρξαι
- ΣΟΦ Ηλ 552 ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν
- είμαι η αιτία, δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης
- ΣΟΦ Τραχ 871 ὦ παῖδες͵ ὡς ἄρ΄ ἡμὶν οὐ σμικρῶν κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.5 νῦν γὰρ ἔρχονται μὲν οἱ πολέμιοι ἄρχοντες ἀδίκων χειρῶν
- Β.ΜΕΣΟ αρχίζω, κάνω αρχή
- με γεν. πράγμ.
- ΞΕΝ Ελλ 6.3 εἰ δὲ ἄρα ἐκ θεῶν πεπρωμένον ἐστὶ πολέμους ἐν ἀνθρώποις γίγνεσθαι͵ ἡμᾶς δὲ χρὴ ἄρχεσθαι μὲν αὐτοῦ ὡς σχολαίτατα { εάν από τους θεούς ορίζεται να γίνονται πόλεμοι στους ανθρώπους, εμείς οφείλουμε να τους αρχίζουμε όσο το δυνατόν αργότερα }
- ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.7 τοῦ λόγου δὲ ἤρχετο ὧδε
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΠΛ Πολ 408d ἰατροὶ μέν͵ εἶπον͵ δεινότατοι ἂν γένοιντο͵ εἰ ἐκ παίδων ἀρξάμενοι πρὸς τῷ μανθάνειν τὴν τέχνην
- ΠΛ Νομ 771c ὃς πάσας τὰς διανομὰς ἔχει μέχρι τῶν δώδεκα ἀπὸ μιᾶς ἀρξάμενος
- με απρφ. (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας)
- ΘΟΥΚ 1.107.1 ἦρξαντο δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τούτους καὶ τὰ μακρὰ τείχη Ἀθηναῖοι ἐς θάλασσαν οἰκοδομεῖν
- ΘΟΥΚ 2.47.3 ἐν τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις
- με μτχ. (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.26 ἐκλείπειν μοι φαίνεται ἡ ψυχὴ ὅθενπερ͵ ὡς ἔοικε͵ πᾶσιν ἄρχεται ἀπολείπουσα { αλλ' όμως τώρα πια μου φαίνεται πως αρχίζει να με αφήνει η ψυχή από εκεί όπου, ως φαίνεται, αρχίζει να φεύγει η ψυχή κάθε ανθρώπου }
- φρ. ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα
- Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι, εξουσιάζομαι, είμαι υπήκοος
- ΞΕΝ Απομν 2.1 εἰ μέντοι ἐν ἀνθρώποις ὢν μήτε ἄρχειν ἀξιώσεις μήτε ἄρχεσθαι μηδὲ τοὺς ἄρχοντας ἑκὼν θεραπεύσεις
- ΞΕΝ ΚΑναβ 7.7 οὐκοῦν ἐπίστασαι μὲν ὅτι οἱ νῦν σοι ὑπήκοοι γενόμενοι οὐ φιλίᾳ τῇ σῇ ἐπείσθησαν ὑπὸ σοῦ ἄρχεσθαι ἀλλ΄ ἀνάγκῃ
- ΠΛ Φαιδ 69a καίτοι καλοῦσί γε ἀκολασίαν τὸ ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἄρχεσθαι
- ΠΛ Λυσις 208c ἦ δεινόν͵ ἦν δ΄ ἐγώ͵ ἐλεύθερον ὄντα ὑπὸ δούλου ἄρχεσθαι
- οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.19 ᾐσχύνετο μᾶλλον τοὺς στρατιώτας ἢ οἱ ἀρχόμενοι ἐκεῖνον
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΡΧΩ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ7
- ἄρχω, ἦρχον, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἤρχειν
- ἄρχομαι, ἠρχόμην, ἄρξομαι, ἠρξάμην, ἦργμαι, ἤργμην
- παθ. μέλλ. ἀρχθήσομαι, παθ. αόρ. ἤρχθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀρχηγός 'αρχηγός, αιτία', ἀρχηγέτης 'ιδρυτής μιας πόλης', ἀρχαιρεσία 'εκλογή σε δημόσιο αξίωμα', ἀρχολίπαρος 'αυτός που εποφθαλμιά δημόσιο αξίωμα', ἀρχιθέωρος 'επικεφαλής ιερής πρεσβείας', ἀρχιθεωρία, ἀρχιγραμματεύς, ἀρχιτέκτων, ἀρχιστράτηγος, χιλίαρχος, ταξίαρχος, γυμνασίαρχος, στασίαρχος, συμποσίαρχος, φύλαρχος, πολέμαρχος, δήμαρχος, ἵππαρχος, τριήραρχος, φρούραρχος, ναύαρχος, μόναρχος, μοναρχία, ὀλιγαρχία, πειθαρχία, ἄρχων, ἀρχή, ἀρχεῖον, ἀρχιερεύς
- ρήματα: ἐνάρχομαι 'ξεκινώ τη θυσία', ἐξάρχω 'ξεκινώ', ὑπάρχω 'είμαι στο ξεκίνημα, υπάρχω, υφίσταμαι', μοναρχέω-ῶ, ὀλιγαρχέω-ῶ, ἀρχεύω 'είμαι ο αρχηγός'
- επίθετα: ἀρχαιρετικός, ἀρχέκακος 'η αιτία των κακών', ἀρχέγονος 'αρχικός', ὀλιγαρχικός, ἀρχαῖος, ἀρχαιοπρεπής, ἀρχαιότροπος, ἀρχικός, ἀρχαιόπλουτος, ἄναρχος
- επιρρήματα: ἀρχῆθεν
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἀρχήιον, Λυδία ἀρχειοφύλαξ, Κέα ἐνάρχω ‘έχω ένα αξίωμα’
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀρχιεπίσκοπος, ἀρχιμάγειρος, ἀπαρχή, ἀρχαϊσμός, ἀρχαιότης, ἀρχάγγελος, ἀρχιδιάκονος 'ο διάκονος που προΐσταται των άλλων διακόνων', ἀρχιμανδρίτης, ἀρχισυνάγωγος, ἀρχιερωσύνη, ἀρχαιογονία 'αρχαία καταγωγή', ἀρχιτρίκλινος
- ρήματα: ἀρχοντεύω, ἀρχαΐζω
- επίθετα: ἀρχέτυπος 'αυτός που είναι το μοντέλο', ἀρχοντικός, ἀρχαϊκός, ἀρχηγικός, ἀρχιερατικός, ἀρχάριος
- επιρρήματα: ἀρχοντικῶς, ἀρχιερατικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αρχ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αρχαιέμποροι, αρχαϊκότης, αρχαΐλα, αρχαιογνωσία, αρχαιοδίφης, αρχαιοθήκη 'μουσείο', αρχαιοκαπηλεία, αρχαιοκάπηλος, αρχαιολατόμοι 'αυτοί που κόβουν ξυλεία σε λόφους', αρχαιολατρεία, αρχαιομάθεια, αρχαιοπρέπεια, αρχαιοπτέρυγες, αρχαιοδιφικός, αρχαιοκαπηλικός, αρχαιόληπτος, αρχαιομαθής, αρχιμαλλιαρός, αρχαιολογικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Σίφν. Σύρ.Ρόδ. Σέρ. αρχαύλης 'βοσκός, τυροποιός', Κέρκ. αρχιτέχτος, Κεφαλλ. αρχοντίκι 'ευγενική καταγωγή', Κέρκ. Μακεδ. Θεσσ. Θράκ.ΒΕύβ. αρχός 'σύζυγος', Σάμ. Θεσσ.αρχάζω, Θεσσ. αρχοντεύω, Κύπ. αρχοντυνίσκω 'γίνομαι πλούσιος'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ