Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. εξολοθρεύω, σκοτώνω, σφάζω |για πρόσωπα |καταστρέφω, αφανίζω, ρίχνω κπ. σε συμφορές |μτφ. |καταστρέφω κτ. για χάρη κπ. |με αιτ. και γεν. |διαφθείρω |για γυναίκα |φρ. λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ. με τα λόγια μου, σκοτώνω με τα λόγια μου 2. καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω, συντρίβω |για πράγματα 3. χάνω Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. πεθαίνω, χάνομαι, εξολοθρεύομαι |με σύστ. Α |με δοτ. του τρόπου 2. καταστρέφομαι, αφανίζομαι |είμαι χαμένος, κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ. ἀπόλωλα) |χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο |σε κατάρα |να σε βρει κακό, να χαθείς άθλια, ανάθεμά σε (στη μτχ. μέλλ.) 3. εξαφανίζομαι, γίνομαι αφανής, εκλείπω
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. εξολοθρεύω, σκοτώνω, σφάζω
- για πρόσωπα
- ΙΣΟΚΡ 12.169 παμπληθεῖς μὲν Ἀργείων ἀπώλεσεν
- ΞΕΝ Κυν 1.10 Θησεὺς δὲ τοὺς μὲν τῆς Ἑλλάδος ἐχθροὺς πάσης μόνος ἀπώλεσε
- ΑΙΣΧ Περ 474 κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν
- ΔΗΜ 6.15 οὓς δ᾽ ἀπώλεσεν αὐτὸς πρότερον Φωκέας νῦν σῴζει;
- καταστρέφω, αφανίζω, ρίχνω κπ. σε συμφορές
- μτφ.
- ΕΥΡ Ιππολ 809 ὡς ἴδω πικρὰν θέαν γυναικός, ἥ με κατθανοῦσ᾽ ἀπώλεσεν
- ΔΗΜ 21.91 τὴν καταδίκην ἐκτέτεικε, δι᾽ ἣν τὸν ἄνθρωπον ἀπώλεσεν { κατέβαλε το πρόστιμο εξαιτίας του οποίου κατέστρεψε τον άνθρωπο }
- καταστρέφω κτ. για χάρη κπ.
- με αιτ. και γεν.
- ΔΗΜ 8.70 οὗτός ἐστ᾽ ἀνδρεῖος, καὶ χρήσιμός γε πολίτης ὁ τοιοῦτός ἐστιν, οὐχ οἱ τῆς παρ᾽ ἡμέραν χάριτος τὰ μέγιστα τῆς πόλεως ἀπολωλεκότες { γενναίος και χρήσιμος πολίτης για την πατρίδα είναι αυτός και όχι εκείνοι οι οποίοι, για να σας είναι κάθε μέρα ευχάριστοι, θυσίασαν τα μεγαλύτερα συμφέροντα της πόλης }
- διαφθείρω
- για γυναίκα
- ΛΥΣ 1.8 ἐπιτηρῶν γὰρ τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ λόγους προσφέρων ἀπώλεσεν αὐτήν
- φρ. λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ. με τα λόγια μου, σκοτώνω με τα λόγια μου
- ΣΟΦ Ηλ 1359 ἀλλά με λόγοις ἀπώλλυς
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 891 πολὺ γὰρ μᾶλλόν σ᾽ ἐν τοῖς πολλοῖσι λέγων ἀπολῶ
- ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 470 Ἀπολεῖς μ᾽. Ἰδού σοι. Φροῦδά μοι τὰ δράματα
- 2. καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω, συντρίβω
- για πράγματα
- ΟΜ Ιλ 5.648 κεῖνος ἀπώλεσεν Ἴλιον ἱρὴν
- ΛΥΣ 12.88 καίτοι οὗτοι μὲν σωθέντες πάλιν ἂν δύναιντο τὴν πόλιν ἀπολέσαι
- ΑΙΣΧΙΝ 3.156 ἱερὰ καὶ τέκνα καὶ τάφους ἀπώλεσεν ἡ Δημοσθένους δωροδοκία καὶ τὸ βασιλικὸν χρυσίον
- 3. χάνω
- ΣΟΦ Ηλ 26 ἐν τοῖσι δεινοῖς θυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν
- ΞΕΝ Ελλ 1.6.17 ἀπώλεσε ναῦς τριάκοντα
- ΛΥΣ 24.24 πότερον ὅτι δι᾽ ἐμέ τις εἰς ἀγῶνα πώποτε καταστὰς ἀπώλεσε τὴν οὐσίαν;
- Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. πεθαίνω, χάνομαι, εξολοθρεύομαι
- ΗΡ 2.120 ἐπεὶ πολλοὶ μὲν τῶν ἄλλων Τρώων, ὁκότε συμμίσγοιεν τοῖσι Ἕλλησι, ἀπώλλυντο
- ΘΟΥΚ 7.75.3 καὶ οἱ ζῶντες καταλειπόμενοι τραυματίαι τε καὶ ἀσθενεῖς πολὺ τῶν τεθνεώτων τοῖς ζῶσι λυπηρότεροι ἦσαν καὶ τῶν ἀπολωλότων ἀθλιώτεροι
- ΠΛ Πρωτ 322b ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι
- με σύστ. Α
- ΟΜ Οδ 1.166 νῦν δ᾽ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε κακὸν μόρον
- ΟΜ Οδ 9.303 ἀπωλόμεθ᾽ αἰπὺν ὄλεθρον
- με δοτ. του τρόπου
- ΟΜ Οδ 3.87 ἕκαστος ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ
- ΛΥΣ 6.1 οὗτος οὖν ὁ ταῦτα ποιήσας θανάτῳ τῷ ἀλγίστῳ ἀπώλετο, λιμῷ
- 2. καταστρέφομαι, αφανίζομαι
- ΟΜ Ιλ 18.290 νῦν δὲ δὴ ἐξαπόλωλε δόμων κειμήλια καλά { και τώρα χάθηκαν από τα σπίτια τόσοι θησαυροί }
- ΔΗΜ 4.4 τὰ χωρία πάντ᾽ ἀπολωλέναι τῇ πόλει
- είμαι χαμένος, κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ. ἀπόλωλα)
- ΣΟΦ Φιλ 742 ἀπόλωλα, τέκνον, κοὐ δυνήσομαι κακὸν κρύψαι παρ᾽ ὑμῖν, ἀτταταῖ
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 1076 ἥμαρτες, ἠράσθης, ἐμοίχευσάς τι, κᾆτ᾽ ἐλήφθης. ἀπόλωλας· ἀδύνατος γὰρ εἶ λέγειν
- χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο
- σε κατάρα
- ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 579 κάκιστ᾽ ἀπολοίμην, Ξανθίαν εἰ μὴ φιλῶ
- να σε βρει κακό, να χαθείς άθλια, ανάθεμά σε (στη μτχ. μέλλ.)
- ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 713 σὺ δὲ πῶς ἑώρας, ὦ κάκιστ᾽ ἀπολούμενε, ὃς ἐγκεκαλύφθαι φῄς;
- 3. εξαφανίζομαι, γίνομαι αφανής, εκλείπω
- ΞΕΝ Συμπ 1.15 ἐπεὶ γὰρ γέλως ἐξ ἀνθρώπων ἀπόλωλεν
- ΠΛ Πολ 621b καὶ οὕτως, ὦ Γλαύκων, μῦθος ἐσώθη καὶ οὐκ ἀπώλετο
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: ἀπό + ὄλλυμι.
- Η ετυμολογία του ρήματος είναι αβέβαιη. Εμφανίζει δύο θέματα: το θέμα ὀλ- (πβ. ὄλλυμι < ὄλ-νυ-μι, με το πρόσφυμα -νυ και αφομοίωση) και το θέμα ὀλε- (πβ. ὀλέσω, ὤλεσα).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ15
- ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω, ἀπώλλυν ή ἀπώλλυον, ἀπολέσω ή ἀπολῶ, ἀπώλεσα, ἀπολώλεκα, ἀπωλωλέκειν
- ἀπόλλυμαι, ἀπωλλύμην, ἀπολοῦμαι, αόρ. β΄ ἀπωλόμην, ἀπόλωλα, ἀπολώλειν ή ἀπωλώλειν
- παθ. μέλλ. ἀπολεσθήσομαι, παθ. αόρ. ἀπωλέσθην
- μέλλ. ιων. ἀπολέω, ΜΕΣΟ μέλλ. ιων. ἀπολέομαι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ὄλεθρος, ὀλετήρ 'ο φονιάς, αυτός που καταστρέφει', πανωλεθρία, ἀνδρολέτειρα, παιδολέτωρ 'αυτός που σκοτώνει παιδιά', ἐξώλεια 'καταστροφή', πανώλεια 'πανωλεθρία'
- ρήματα: ἀπόλλυμι, ἀνταπόλλυμι, διαπόλλυμι, ἐξαπόλλυμι 'καταστρέφω ολοκληρωτικά', κατόλλυμι 'καταστρέφω εντελώς', παραπόλλυμι 'καταστρέφω, χάνω επιπλέον', προαπόλλυμι, προσαπόλλυμι, συναπόλλυμι
- επίθετα: ὀλέθριος, ὀλοός, ὀλοιός 'καταστρεπτικός, ολέθριος', ὀλόεις 'καταστρεπτικός', πανώλεθρος 'ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος', πανώλης, ὀλοόφρων 'αυτός που σκέπτεται το κακό, ο ολέθριος, ο δόλιος', ὀλεσίθηρ 'αυτός που σκοτώνει τα θηρία', ὀλεσίμβροτος 'αυτός που καταστρέφει τους βροτούς', ὠλεσίκαρπος 'αυτός που καταστρέφει τους καρπούς', ἀνόλεθρος 'αυτός που δεν έχει πάθει καταστροφή'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ὀλέτειρα, ὀλεθρία, ὀλέθρευσις, ὀλόθρευσις, ὀλεθριότης, ὀλοθρευτής, ὀλέτης 'ο φονιάς, αυτός που καταστρέφει', ὄλυσος, ἀπόλεσις, γιγαντολέτης, θηρολέτης, πανώλεια 'πανωλεθρία'
- ρήματα: ὀλεθρεύω, ὀλοθρεύω, ἀπόλλω, θηρολετέω
- επίθετα: ὀλεσίπτολις 'αυτός που καταστρέφει τις πόλεις', ὀλεσήνωρ 'αυτός που καταστρέφει τους άνδρες', ὀλετήριος, ὀλεθριώδης, ὀλοθρευτικός, ἀνθρωπόλεθρος, ὀλεθρεργάτης 'αυτός που φέρνει τον όλεθρο' ὀλεσσιτύραννος, ὀλεθροφόρος, ὀλεθροποιός, ὀλεθροτόκος 'αυτός που γεννά την καταστροφή', ὀλοεργής 'καταστρεπτικός', ὠλεσίβωλος, ὠλεσίθυμος 'αυτός που καταστρέφει την ψυχή', ὠλεσίοικος, ὠλεσίτεκνος
- επιρρήματα: ὀλέθρως, πανωλεθρί
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ολεθριότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κρ. όλεθρα (ουδ.) 'σπατάλη ψωμιού', Τήνος παιδόλεθρο 'τα πολλά παιδιά (τα οποία λόγω αριθμού δεν μπορούν θρέψουν επαρκώς οι γονείς)', Πελοπ. ᾽πολωλός, ᾽πολωλό, Πόντ. παλαλός 'λωλός, τρελός'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ