Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀνιαρός
- επίθετο
- -ά, -όν
- ἀνιαρῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός |για ανθρώπους |βλαβερός |για ζώα 2. λυπηρός, θλιβερός |δυσάρεστος, αντ. του ἡδύς 3. με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ενοχλητικά, δυσάρεστα 2. άθλια, οικτρά
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
- 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός
- για ανθρώπους
- ΟΜ Οδ 17.220 πτωχὸν ἀνιηρόν͵ δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα; { τον ενοχλητικό ζητιάνο, που τρώει τ' απομεινάρια των συμποσίων }
- βλαβερός
- για ζώα
- ΗΡ 3.108 ὅσα μὲν ψυχήν τε δειλὰ καὶ ἐδώδιμα ταῦτα μὲν πάντα πολύγονα πεποίηκε, ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα, ὅσα δὲ σχέτλια καὶ ἀνιηρά͵ ὀλιγόγονα
- 2. λυπηρός, θλιβερός
- ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.276 χρήματα δ΄ ἐγκαταθῆις πόλλ΄ ἀνιηρὰ παθών
- ΕΥΡ Μηδ 1113 τήνδ΄ ἔτι λύπην ἀνιαροτάτην παίδων ἕνεκεν
- ΕΥΡ Ορεστ 230 ἀνιαρὸν ὂν τὸ κτῆμ΄͵ ἀναγκαῖον δ΄ ὅμως
- ΠΛ Γοργ 477d ἀνιαρότατόν ἐστι καὶ ἀνίᾳ ὑπερβάλλον
- δυσάρεστος, αντ. του ἡδύς
- ΕΥΡ Μηδ 1095 οἱ μὲν ἄτεκνοι͵ δι΄ ἀπειροσύνην εἴθ΄ ἡδὺ βροτοῖς εἴτ΄ ἀνιαρὸν παῖδες τελέθουσι { οι άτεκνοι δεν ξέρουν ποια γλύκα και ποια πίκρα μας φέρνει το παιδί }
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.3.42 οὕτως ἡδύ ἐστι τὸ ἔχειν χρήματα ὡς ἀνιαρὸν τὸ ἀποβάλλειν
- ΠΛ Αξ 366c τί μέρος τῆς ἡλικίας ἄμοιρον τῶν ἀνιαρῶν;
- ΑΡΙΣΤ ΗΕυδ 1223a Εὔηνος φησί "πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον πρᾶγμ΄ ἀνιαρὸν"
- 3. με παθητική σημασία θλιμμένος
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.14 ἀνιαρὸς δὲ καὶ σκυθρωπὸς ὢν σιωπῇ διῆγεν
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ενοχλητικά, δυσάρεστα
- ΣΟΦ Αντ 316 οὐκ οἶσθα καὶ νῦν ὡς ἀνιαρῶς λέγεις; { δεν βλέπεις πόσο μ' ενοχλούν τα λόγια σου; }
- 2. άθλια, οικτρά
- ΞΕΝ Απομν 1.6.4 οὕτως ἀνιαρῶς ζῆν, ὥστε πέπεισμαι σὲ μᾶλλον ἀποθανεῖν ἂν ἑλέσθαι ἢ ζῆν
- ΠΛ Νομ 660e ἄθλιός τ΄ ἐστὶ καὶ ἀνιαρῶς ζῇ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ANIA >
- Από: ἀνι- + -αρος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε1α
- επίθετο συγκρ. ἀνιαρότερος, υπερθ. ἀνιαρότατος/ συγκρ. ιων. ἀνιηρότερος, επικ. ἀνιηρέστερος, υπερθ.ἀνιηρότατος
- επίρρημα συγκρ. ἀνιαρότερον, υπερθ. ἀνιαρότατα
- ιων. και επικ. ἀνιηρός, ή, όν
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀνία
- ρήματα: ἀνιάω-ῶ 'βρίσκομαι σε κατάσταση στενοχώριας, θλίψης, απελπισίας', ἀνιάζω 'προκαλώ ενόχληση'
- επίθετα: ἀνιαρός
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἀνίη, ἀνιηρός
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ανιαρότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ