Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἁμαρτάνω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α. 1. αστοχώ, αποτυγχάνω, σφάλλω |με γεν. 2. στερούμαι, χάνω |με γεν. 3. υποπίπτω σε παράπτωμα, διαπράττω ασέβεια |απόλ. |με σύστ. Α |με εμπρόθετο προσδιορισμό Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα, αποτυχαίνει κτ. |φρ. η έναρθρη παθ. μτχ. τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα, αστοχίες
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ Α.
- 1. αστοχώ, αποτυγχάνω, σφάλλω
- με γεν.
- ΠΛ ΙππΕ 375 ἀνθρώπου ψυχὴν ἐκτῆσθαι τοξότου ἄμεινόν ἐστιν, ἥτις ἑκουσίως ἁμαρτάνει τοῦ σκοποῦ
- ΗΡ 1.71 Κροῖσος δὲ ἁμαρτὼν τοῦ χρησμοῦ ἐποιέετο στρατηίην ἐς Καππαδοκίην
- ΕΥΡ Μηδ 498 ἐλπίδων δ΄ ἡμάρτομεν
- ΘΟΥΚ 1.92.1 τῆς μέντοι βουλήσεως ἁμαρτάνοντες ἀδήλως ἤχθοντο
- 2. στερούμαι, χάνω
- με γεν.
- ΕΥΡ Αλκησ 879 τί γὰρ ἀνδρὶ κακὸν μεῖζον ἁμαρτεῖν πιστῆς ἀλόχου { τι μεγαλύτερη συμφορά για τον άνδρα από το να χάσει μια πιστή σύζυγο }
- ΘΟΥΚ 7.50.1 ὁ μὲν Σικανὸς ἁμαρτὼν τοῦ Ἀκράγαντος (ἐν Γέλᾳ γὰρ ὄντος αὐτοῦ ἔτι ἡ τοῖς Συρακοσίοις στάσις [ἐς] φιλία ἐξεπεπτώκει)
- ΗΡ 9.7 ἐπειδὴ γὰρ ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης, τῆς γε ἡμετέρης ἐπιτηδεότατον ἐστὶ μαχέσασθαι τὸ Θριάσιον πεδίον
- 3. υποπίπτω σε παράπτωμα, διαπράττω ασέβεια
- απόλ.
- ΑΙΣΧ Πρ 266 ἑκὼν ἑκὼν ἥμαρτον͵ οὐκ ἀρνήσομαι
- ΘΟΥΚ 3.45.2 πεφύκασί τε ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν
- ΠΛ Πολ 336e εὖ ἴσθι ὅτι ἄκοντες ἁμαρτάνομεν
- με σύστ. Α
- ΣΟΦ Φιλ 1248 τὴν ἁμαρτίαν αἰσχρὰν ἁμαρτὼν ἀναλαβεῖν πειράσομαι { το σφάλμα που έφταιξα πριν το αισχρό θα προσπαθήσω να διορθώσω }
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΠΛ Νομ 891e ὅθεν ἡμαρτήκασι περὶ θεῶν τῆς ὄντως οὐσίας
- ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.20 περὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς καὶ σώματα ἁμαρτήσονται
- ΣΟΦ Αι 1096 τοιαῦθ΄ ἁμαρτάνουσιν ἐν λόγοις ἔπη
- ΔΗΜ 59.77 μηδὲν εἰς τοὺς θεοὺς καὶ τὴν πόλιν ἁμαρτάνειν
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διαπράττεται ένα σφάλμα, αποτυχαίνει κτ.
- ΑΝΤΙΦ 5.5 ἡγεῖσθαι ἀπειρίᾳ αὐτὸ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ ἡμαρτῆσθαι
- ΘΟΥΚ 2.65.11 ἡμαρτήθη καὶ ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1106b ἡ δ΄ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν͵ ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ἡ ἔλλειψις (ψέγεται)͵ τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται
- φρ. η έναρθρη παθ. μτχ. τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα=σφάλματα, αστοχίες
- ΑΝΤΙΦ 6.38 καὶ δίκην ἕτοιμοι ἦσαν διδόναι τῶν ἡμαρτημένων
- ΣΟΦ ΟιδΤ 621 τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμέν΄ ἔσται͵ τἀμὰ δ΄ ἡμαρτημένα
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1111a ἔτι δὲ τί διαφέρει τῷ ἀκούσια εἶναι τὰ κατὰ λογισμὸν ἢ θυμὸν ἁμαρτηθέντα;
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΜΑΡΤΑΝΩ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- ἁμαρτάνω, ἡμάρτανον, μέσο ως ενεργητικό ἁμαρτήσομαι, (μτγν. ἁμαρτήσω), αόρ. β' ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, ἡμαρτήκειν
- ἁμαρτάνομαι, ἡμαρτανόμην, - , ἡμαρτησάμην, ἡμάρτημαι, ἡμαρτήμην
- παθ. αόρ. ἡμαρτήθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἁμαρτάς, ἁμάρτημα, ἁμαρτία 'αποτυχία, σφάλμα, αμαρτία', ἁμάρτιον, ἁμαρτωλία 'αμαρτία', διαμαρτία 'ολοκληρωτικό, μεγάλο σφάλμα', ἐξαμαρτία 'αμάρτημα, παράβαση', νημέρτεια 'βεβαιότητα, αλήθεια'
- ρήματα: ἁμαρτέω, ἀφαμαρτάνω 'αποτυχαίνω στο σκοπό μου, στερούμαι κάτι', διαμαρτάνω 'αποτυχαίνω ολοκληρωτικά', ἐξαμαρτάνω 'διαπράττω σφάλμα', συνεξαμαρτάνω
- επίθετα: ἁμαρτητικός 'επιρρεπής στην αποτυχία', ἁμαρτίνοος 'αυτός που έχει νου που σφάλλει, που παραπαίει', ἁμαρτοεπής 'αυτός που κάνει σφάλματα στο λόγο, στην ομιλία', ἁμαρτωλός, ἀφαμαρτοεπής 'αυτός που αποτυχαίνει στο σκοπό του λόγου του', νημερτής 'αυτός που δε σφάλλει στο λόγο του, ο αληθινός', ἀναμάρτητος 'αυτός που δε σφάλλει, ο άμεμπτος'
- επιρρήματα: νημερτέως, ἀναμαρτήτως 'άπταιστα'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἁμάρτησις, ἁμαρτίας (αρσ.), ἁμαρτοέπεια, ἁμαρτωλή, ἀναμαρτησία 'απουσία αμαρτίας, αθωότητα', διαμάρτημα
- ρήματα: ἀναμαρτέω, ἐφαμαρτάνω 'κάνω κάποιον να αμαρτήσει', ἐφαμαρτέω, προαμαρτάνω, περιαμαρτίζω 'προσφέρω εξιλαστήρια θυσία', προσαμαρτάνω, προσαμαρτέω
- επίθετα: ἁμαρτής, ἁμαρτίγαμος 'αυτός που έχει αποτύχει στο γάμο του', ἁμαρτικός, ἁμαρτολόγος, ἁμαρτωλικός, ἁμαρτηλός, ἀναμαρτής, ἀναμαρτοεπής, ἐφάμαρτος
- επιρρήματα: ἁμαρτητικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αμαρτ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αμαρτολόγιον 'κατάλογος αμαρτιών', αμαρτοστομία
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κάρπαθ. Κεφαλλ. αμαρτεύω 'συνουσιάζομαι', Κύπ. αμαρτεύκω 'αμαρτάνω', Πόντ. αμαρτωλία 'αμαρτία'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ