Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ψῆφος
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. λιθαράκι, βότσαλο Β. 1. μικρή πέτρα για αρίθμηση, αριθμός |(πληθ.) λογαριασμοί, υπολογισμοί 2. μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ. 1. μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία, ψήφος, ψηφοφορία 2. απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας, ψήφισμα 3. (γενικά) κάθε απόφαση 4. γνώμη, κρίση 5. τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία |φρ. φέρω, διαφέρω, τίθεμαι, δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω |φρ. ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία |φρ. μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο |φρ. διαιρῶ, κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο |φρ. ψῆφος ἐστί, γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία |φρ. πλείστη ψῆφος, ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία |φρ. ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία |φρ. ἡ κρύβδην ψῆφος, ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική, αντ. φανερά ψῆφος=φανερή |φρ. ἡ καθαιροῦσα, τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική, αρνητική ψήφος, αντ. ἡ σώζουσα, πλήρης ψῆφος=αθωωτική, θετική ψήφος |φρ. μιᾷ ψήφῳ, ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα |φρ. Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. λιθαράκι, βότσαλο
    • ΠΙΝΔ Ολ 10.9 ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον
    • Β.
    • 1. μικρή πέτρα για αρίθμηση, αριθμός
    • ΗΡ 2.36 Γράμματα γράφουσι και λογίζονται ψήφοισι Ἕλληνες
    • ΑΙΣΧ Αγ 570 ἐν ψήφῳ λέγειν (=να μετρούμε)
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 656 λόγισαι φαύλως͵ μὴ ψήφοις ἀλλ΄ ἀπὸ χειρός { λογάριασε πρόχειρα, δίχως αριθμούς, αλλά με τα δάχτυλα }
    • (πληθ.) λογαριασμοί, υπολογισμοί
    • ΔΗΜ 18.227 ὅταν οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ λογίζησθε, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι καὶ μηδὲν περιῇ
    • 2. μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών
    • ΠΛ Πολ 487c ὑπὸ πεττείας...͵ οὐκ ἐν ψήφοις ἀλλ΄ ἐν λόγοις { σ' αυτό το...παιχνίδι που δεν παίζεται με πεσσούς, αλλά με λόγια }
    • Γ.
    • 1. μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία, ψήφος, ψηφοφορία
    • ΗΡ 9.55 λαμβάνει πέτρον...καὶ τιθεὶς πρὸ ποδῶν τοῦ Παυσανίεω ταύτῃ τῇ ψήφῳ ψηφίζεσθαι ἔφη
    • ΔΗΜ 59.90 τοὺς δὲ πρυτάνεις κελεύει τιθέναι τοὺς καδίσκους ὁ νόμος καὶ τὴν ψῆφον διδόναι προσιόντι τῷ δήμῳ
    • 2. απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας, ψήφισμα
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 198 ψῆφος κατ΄ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται
    • ΘΟΥΚ 3.82.8 μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως { με άδικη καταδικαστική απόφαση }
    • 3. (γενικά) κάθε απόφαση
    • ΣΟΦ Αντ 60 εἰ νόμου βίᾳ ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν
    • ΠΛ Πολ 450a ἐμὲ...κοινωνὸν τῆς ψήφου ταύτης τίθετε
    • 4. γνώμη, κρίση
    • ΠΛ Πρωτ 330c ἐγὼ μὲν ἂν αὐτῷ ἀποκριναίμην ὅτι δίκαιον· σὺ δὲ τίν΄ ἂν ψῆφον θεῖο;
    • 5. τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 945 ἔστιν γὰρ ὁσία ψῆφος͵ ἣν Ἄρει ποτὲ Ζεὺς εἵσατ΄ ἔκ του δὴ χερῶν μιάσματος { είναι ένα εκεί ιερό κριτήριο, που ο Δίας το είχε κάποτε ιδρύσει για τον ΄Αρη }
    • φρ. φέρω, διαφέρω, τίθεμαι, δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω
    • ΙΣΟΚΡ 15.173 οὐ γὰρ περὶ ἐμοῦ μέλλετε μόνον τὴν ψῆφον διοίσειν
    • ΘΟΥΚ 4.74.3 ἀναγκάσαντες τὸν δῆμον ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.3.17 ἐκέλευεν ἀεὶ τὸν δικαστὴν τὴν ψῆφον τίθεσθαι
    • ΔΗΜ 21.87 πείσας τὸν πρυτανεύοντα δοῦναι τὴν ψῆφον
    • φρ. ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία
    • ΘΟΥΚ 1.125.1 Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἐπειδὴ ἀφ' ἁπάντων ἤκουσαν γνώμην, ψῆφον ἐπήγαγον τοῖς ξυμμάχοις
    • ΘΟΥΚ 1.119.1 ψῆφον ἐβούλοντο ἐπαγαγεῖν εἰ χρὴ πολεμεῖν
    • φρ. μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο
    • ΙΣΟΚΡ 18.54 Ὥσθ' ἑπτακοσίων μὲν δικαζόντων, τεττάρων δὲ καὶ δέκα μαρτυρησάντων ἅπερ οὗτος, οὐδεμίαν ψῆφον μετέλαβε
    • ΑΝΔΟΚ 1.17 καὶ μετέλαβε δικαστῶν τοσούτων οὐδὲ διακοσίας ψήφους ὁ Σπεύσιππος
    • φρ. διαιρῶ, κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο
    • ΑΙΣΧ Ευμ 630 ψήφῳ διαιρεῖν τοῦδε πράγματος πέρι
    • ΘΟΥΚ 1.87.2 κρίνουσι γὰρ βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ
    • φρ. ψῆφος ἐστί, γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία
    • ΙΣΑΙΟΣ 6.52 ἡ γὰρ ψῆφός ἐστι περὶ τούτων νυνί
    • ΑΝΤΙΦ 5.47 ψῆφον περὶ αὐτοῦ γενέσθαι
    • φρ. πλείστη ψῆφος, ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία
    • ΠΛ Νομ 759 d οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος
    • ΠΛ Νομ 856c τὴν ψῆφον θάνατον φέρειν τὴν πλήθει νικῶσαν
    • φρ. ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία
    • ΕΥΡ Ηλ 1269 ὅδε νόμος τεθήσεται͵ νικᾶν ἴσαις ψήφοισι τὸν φεύγοντ΄ ἀεί
    • φρ. ἡ κρύβδην ψῆφος, ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική, αντ. φανερά ψῆφος=φανερή
    • ΔΗΜ 43.82 οἱ μὲν ἄλλοι φράτερες κρύβδην ἔφερον τὴν ψῆφον͵ οὑτοσὶ δὲ Μακάρτατος φανερᾷ τῇ ψήφῳ ἐψηφίσατο
    • φρ. ἡ καθαιροῦσα, τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική, αρνητική ψήφος, αντ. ἡ σώζουσα, πλήρης ψῆφος=αθωωτική, θετική ψήφος
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.79 τῶν ψήφων ἡ τετρυπημένη͵ ὅτῳ δοκεῖ πεπορνεῦσθαι Τίμαρχος͵ ἡ δὲ πλήρης͵ ὅτῳ μή
    • ΔΗΜ 19.66 τὴν σῴζουσαν περὶ ἡμῶν ψῆφον θεμένους
    • φρ. μιᾷ ψήφῳ, ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα
    • ΛΥΣ 12.52 μιᾷ ψήφῳ αὐτῶν ἁπάντων θάνατον κατεψηφίσατο
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Λυσιστ 270 μίαν πυρὰν νήσαντες ἐμπρήσωμεν αὐτόχειρες πάσας, ἀπὸ ψήφου μιᾶς
    • φρ. Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 675 σὲ μὲν ἡγοῦνται Κόννου ψῆφον
    • Τον πέμπτο αιώνα στα δικαστήρια οι ένορκοι έδιναν την ετυμηγορία τους με ψήφο, τοποθετώντας ένα χαλίκι ή ένα όστρακο σε μια ψηφοδόχο. Υπήρχαν δύο ψηφοδόχοι, μια για την καταδίκη και άλλη μια για την αθώωση. Τον τέταρτο αιώνα δίνονταν σε κάθε δικαστή δύο χάλκινοι δίσκοι, ένας με τρύπα ανοιγμένη μέσα του (τετρυπημένη ψῆφος), που σήμαινε καταδίκη, ο άλλος χωρίς τρύπα (πλήρης), που σήμαινε αθώωση. Η διαδικασία της ψηφοφορίας ήταν συνήθως μυστική. Αλλού γίνεται λόγος και για φανερή ψηφοφορία: ΘΟΥΚ 4.74.3, ΛΥΣ 13.37, ΠΛ Νομ 767d, ΔΗΜ 43.82.
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΨΗΦΟΣ >
    • Από: ρίζα του ρ. ψήω* / ψῆν, με δασεία παρέκταση -φ- + -ος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο7α
    • δωρ. ψᾶφος, αιολ. ψᾶφαξ
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ψῆφος, ψηφίς 'μικρή ψήφος, λιθαράκι', ψήφισμα, ψηφισματογράφος, ψηφισματοπώλης, ψηφοθήκη 'η θήκη των ψήφων', ψηφοφορία, ἀποψήφισις 'αθώωση, ακύρωση', διαψήφισις 'απόφαση με ψήφο', καταψήφισις
      • ρήματα: ψηφίζω, ἀποψηφίζομαι 'αθωώνω', διαψηφίζομαι 'δίνω την ψήφο μου, αποφασίζω με την ψήφο μου', ἐπιψηφίζω 'θέτω κάτι σε ψηφοφορία', καταψηφίζομαι 'καταδικάζω, κατακρίνω', ἀναψηφίζω 'θέτω ξανά σε ψηφοφορία'
      • επίθετα: ψηφιδοφόρος 'ψηφοφόρος', ψηφισματώδης, ψηφοποιός, διαψηφιστός 'αυτός που εκλέγεται με ψήφο', καταψηφιστέον, σύμψηφος 'αυτός που συμψηφίζει', ψαφαρός 'αυτός που μεταβάλλεται εύκολα σε σκόνη, κοκκώδης', ψαφαρόθριξ 'αυτός που έχει δασύτριχο περίβλημα', ψαφαρόχροος 'αυτός που είναι τραχύς στην επιφάνεια'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἡ ψᾶφος ή ἡ ψᾶφιγξ 'ψήφος', αιολ. ὁ ψάφαξ 'ψήφος'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ψηφίδιον 'μικρή ψήφος, πετραδάκι', ψηφίον 'μικρή πέτρα, χαλίκι', ψήφισις, ψηφισμός, ψηφιστής 'λογιστής', ψηφοβόλον 'δοχείο από το οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι στο παιχνίδι των κύβων', ψηφοθέτης 'αυτός που κατασκευάζει μωσαϊκό με πέτρες', ψηφοθέτημα, ψηφοκλέπτης, ψηφολόγημα, ψηφολογία, ψηφοπαίκτης, ψηφοπαιξία 'ταχυδακτυλουργία', ψηφοπεριβομβήτρια 'αυτή που κάνει θόρυβο εξαιτίας των ψήφων που περιέχει', διαψηφισμός 'απόφαση με ψήφο', διαψηφιστής 'αυτός που εισπράττει φόρους', ἐπιψήφισις, ἐπιψήφισμα, καταψηφισμός, καταψήφισμα, συμψηφισμός 'υπολογισμός', ψηφάς 'οφθαλμοπλάνος, γόης', ψαφαρία 'κονιορτός, ακαθαρσία'
      • ρήματα: ψηφοθετέω, ψηφολογέω, ψηφόω 'διακοσμώ', ψηφόομαι 'διακοσμούμαι με ψηφιδωτά', ψηφοπαικτέω 'κάνω ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα', ψηφοφαγέω 'τρέφομαι από τις ψήφους', ψηφοφορέω 'ψηφίζω', συμψηφίζω 'συγκαταλέγω, ψηφοφορώ'
      • επίθετα: ψηφιδώδης 'γεμάτος από ψήφους', ψηφιστέον, ψηφιστικός 'λογιστικός', ψηφοειδής 'όμοιος με ψήφους, ψηφίδες ή λιθάρια', ψηφολογητός, ψηφολογικός, ψηφολόγος 'θαυματοποιός', ψηφοφόρος, μελαμψῆφις 'αυτός που έχει σκουρόχρωμα πετράδια'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ψηφ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ψηφοφόρησις, ψηφισματολόγοι, ψηφιστέος, ψηφοδέλτιον, ψηφοδεσπότης, ψηφοδιωκτικός, ψηφοδοσία, ψηφοθεσία, ψηφοθήρας, ψηφοθηρευτής, ψηφοθηρέω, ψηφοθηρευτικός, ψηφοθηρία, ψηφοθηρικός, ψηφοκαπηλία, ψηφοκάπηλος, ψηφοκάτοχος, ψηφοκλοπία, ψηφοκρατία, ψηφολεξία, ψηφομαντείον, ψηφόμετρον, ψηφοπαραγωγός, ψηφοσυλλέκται, ψηφοφαγία, ψηφοφάγος, ψηφοφθορέω, ψηφοφθορία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %ψηφ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ψηφ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κρ. ψηφάρι 'μωσαϊκό', Κως ψήφακας 'μεγάλος λαγός'