Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- πρᾶγμα
- ουσιαστικό
- -τος
- τὸ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. έργο, δράση, ενέργεια, πράξη, αντ. του λόγος Β. 1. γεγονός, υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2. σημαντικό πράγμα, σπουδαίος άνθρωπος |φρ. πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο |με απρφ. ή με αιτ. και απρφ. |συχνά στον ΗΡ Γ. |συχνά στον πληθ. 1. υπόθεση, περίσταση |με προσδιορισμό 2. δικαστικές υποθέσεις, δίκη |δικανικός όρος 3. δυσκολίες, ενόχληση |με αρνητική σημασία |φρ. πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες, προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ. 1. οι υποθέσεις της πόλης 2. η διακυβέρνηση της πόλης |φρ. οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι |φρ. νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3. η ίδια η πόλη, η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε. πράγμα, αντικείμενο
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. έργο, δράση, ενέργεια, πράξη, αντ. του λόγος
- ΕΥΡ Εκ 1188 ἀνθρώποισιν οὐκ ἐχρῆν ποτε τῶν πραγμάτων τὴν γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον
- ΕΥΡ ΑντΑΠ 32.5 ἀλλ΄ ἐγὼ τὰ πράγματα κρείσσω νομίζω τῶν λόγων ἀεί ποτε
- ΙΣΟΚΡ 8.52 ἐμπειρότατοι δὲ λόγων καὶ πραγμάτων ὄντες
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 39 ἢν τοῖς ἔπεσι χαίρωσι καὶ τοῖς πράγμασιν
- Β.
- 1. γεγονός, υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια
- ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.254 πρᾶγμα δὲ τερπνότατον͵ τοῦ τις ἐρᾷ͵ τὸ τυχεῖν
- ΕΥΡ Κυκλ 285 θεοῦ τὸ πρᾶγμα· μηδέν΄ αἰτιῶ βροτῶν
- ΘΟΥΚ 2.64.1 ἡ νόσος ἥδε͵ πρᾶγμα μόνον δὴ τῶν πάντων ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον
- ΠΛ Απολ 20c ἀλλ΄͵ ὦ Σώκρατες͵ τὸ σὸν τί ἐστι πρᾶγμα; πόθεν αἱ διαβολαί σοι αὗται γεγόνασιν; { Σωκράτη, τι σου συμβαίνει; Από πού γεννήθηκαν αυτές οι κατηγορίες; }
- 2. σημαντικό πράγμα, σπουδαίος άνθρωπος
- ΠΛ Γοργ 447b oὐδὲν πρᾶγμα͵ ὦ Σώκρατες· ἐγὼ γὰρ καὶ ἰάσομαι
- ΞΕΝ ΚΑναβ 4.1.17 ὥστε δῆλον ἦν ὅτι πρᾶγμά τι εἴη { ήταν φανερό ότι ήταν κάτι σημαντικό }
- ΗΡ 3.132 ἦν δὲ μέγιστον πρῆγμα Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ { ο Δημοκήδης είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη κοντά στον βασιλιά }
- φρ. πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο
- με απρφ. ή με αιτ. και απρφ.
- συχνά στον ΗΡ
- ΗΡ 1.79 βουλευόμενος εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι ἐλαύνειν ὡς δύναιτο τάχιστα ἐπὶ τὰς Σάρδις { ύστερα από σκέψη εύρισκε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βαδίσει και να χτυπήσει τις Σάρδεις }
- ΗΡ 1.207 οὐδὲν ἂν εἴη πρῆγμα γνώμας ἐμὲ σοὶ ἀποφαίνεσθαι { δεν θα είχα κανένα λόγο να σου αναλύω τις σκέψεις μου }
- Γ.
- συχνά στον πληθ.
- 1. υπόθεση, περίσταση
- ΘΟΥΚ 3.82.2 ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις...ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι
- ΗΡ 1.207 ἐκεῖνο πρῶτον μάθε ὡς κύκλος τῶν ἀνθρωπηίων ἐστὶ πρηγμάτων͵ περιφερόμενος δὲ οὐκ ἐᾷ αἰεὶ τοὺς αὐτοὺς εὐτυχέειν
- ΞΕΝ Απομν 2.7.2 ἀδύνατον δὲ τοσούτους τρέφειν ἐν τοιούτοις πράγμασιν { είναι αδύνατο να θρέψεις τόσους ανθρώπους σε τέτοιες περιστάσεις }
- ΙΣΟΚΡ 6.50 ἀλλ΄ ὡς ἂν χρήσηταί τις τοῖς πράγμασιν καὶ τοῖς καιροῖς { ανάλογα με την καλή ή την κακή χρήση των περιστάσεων }
- με προσδιορισμό
- ΠΛ Απολ 27b ἔσθ΄ ὅστις ἵππους μὲν οὐ νομίζει͵ ἱππικὰ δὲ πράγματα; ἢ αὐλητὰς μὲν οὐ νομίζει εἶναι͵ αὐλητικὰ δὲ πράγματα;
- ΑΡΙΣΤ Φυσ 223b φασὶν γὰρ κύκλον εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα͵ καὶ τῶν ἄλλων τῶν κίνησιν ἐχόντων φυσικὴν καὶ γένεσιν καὶ φθοράν
- 2. δικαστικές υποθέσεις, δίκη
- δικανικός όρος
- ΑΝΤΙΦ 2 τίτλος της 1ης Τετραλογίας ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΥΤΟ ΠΡΑΓΜΑ { Απολογία για την ίδια υπόθεση }
- ΛΥΣ 7.1 ἡσυχίαν ἄγοντι͵ μήτε δίκας ἔχειν μήτε πράγματα
- 3. δυσκολίες, ενόχληση
- με αρνητική σημασία
- ΠΛ Θεαιτ 174b ζητεῖ τε καὶ πράγματ΄ ἔχει διερευνώμενος { αυτά ερευνά και ερευνώντας τα συναντά δυσκολίες }
- ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 185 τίς εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν καὶ πραγμάτων;
- φρ. πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες, προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα
- ΙΣΑΙΟΣ 8.3.4 ὁ τοῦτον παρασκευάσας πράγμαθ΄ ἡμῖν παρέχειν
- ΞΕΝ Συμπ 6.7 εἰ δὲ ψυχρὰ λέγω͵ σὺ αἴτιος͵ ἔφη͵ πράγματά μοι παρέχων
- Δ.
- 1. οι υποθέσεις της πόλης
- ΘΟΥΚ 6.44.4 τὰ ἐν τῇ Σικελίᾳ πράγματα ἐσκόπουν ὅτῳ τρόπῳ ἄριστα προσοίσονται
- ΘΟΥΚ 4.76.2 τὰ Βοιώτια πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐπράσσετο
- 2. η διακυβέρνηση της πόλης
- ΙΣΟΚΡ 7.19 πολιτείαν γὰρ τὴν ὀρθῶς ἂν τοῖς πράγμασι χρησομένην οὔτ΄ ἔχομεν οὔτε καλῶς ζητοῦμεν
- ΞΕΝ Ελλ 1.6.13 τῶν τὰ πράγματα ἐχόντων ἀττικιζόντων { αυτοί που βρίσκονταν στην εξουσία υποστήριζαν τους Αθηναίους }
- ΘΟΥΚ 3.72.2 τῶν Κερκυραίων οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα
- φρ. οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι
- ΘΟΥΚ 3.28.1 γνόντες δὲ οἱ ἐν τοῖς πράγμασιν οὔτ΄ ἀποκωλύειν δυνατοὶ ὄντες
- φρ. νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές
- ΛΥΣ 13.6 οἱ βουλόμενοι νεώτερα πράγματα ἐν τῇ πόλει γίγνεσθαι ἐπεβούλευον
- 3. η ίδια η πόλη, η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης
- ΑΙΣΧ Περ 714 διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ΄ { καταστράφηκε η δύναμη των Περσών }
- ΗΡ 3.137 τῶν δὲ Κροτωνιητέων οἱ μὲν καταρρωδέοντες τὰ Περσικὰ πρήγματα { από τους Κροτωνιάτες αυτοί που φοβούνταν την περσική δύναμη }
- ΗΡ 3.146 ὡς ἀσθενέστατα ποιῆσαι τὰ Σάμια πρήγματα
- Ε. πράγμα, αντικείμενο
- ΠΛ Κρατ 390d Κρατύλος ἀληθῆ λέγει λέγων φύσει τὰ ὀνόματα εἶναι τοῖς πράγμασι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΠΡΑΣΣΩ (ΠΡΑΤΤΩ) >
- Από: θέμα πρκ. -πραγ- + -μα.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο19.3
- ιων. πρῆγμα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: πρᾶξις, ἀπραξία, δυσπραξία, εὐπραξία, εὐπραγία, ἀπραγμοσύνη, πολυπραγμοσύνη, πραγματεία
- ρήματα: πράττω, ἀντιπράττω, διαπράττω 'πορεύομαι διά μέσου, εκτελώ, κατορθώνω', εἰσπράττω, ἐκπράττω, καταπράττω 'κατορθώνω, εκτελώ, πραγματοποιώ', συμπράττω, εὐπραγῶ, πραγματεύομαι
- επίθετα: ἀπράγμων, κακοπράγμων, πολυπράγμων
- επιρρήματα: ἀπραγμόνως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- κρητ. πράδδω, ιων. πρῆχμα, πρῆγμα
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀγαθοπραξία, δικαιοπραξία, κοινοπραξία, ἀντίπραξις, σύμπραξις, διάπραξις, ἰδιοπραγμοσύνη, πραγματευτής
- ρήματα: ἀναπράττω, εὐπράττω, ὑπερπράττω, ἀπραγμονῶ, κακοπραγμονῶ, πολυπραγμονῶ, φιλοπραγμονῶ, διαπραγματεύομαι, πραξικοπῶ
- επίθετα: ἰδιοπράγμων 'αυτός που ενεργεί για δικό του όφελος', ἰσχυροπράγμων, ὀλιγοπράγμων, μεγαλοπράγμων, φιλοπράγμων, πράξιμος
- επιρρήματα: πολυπραγμόνως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, πραξικοπηματικώς, πραγματοποίηση, πραγματοποιώ, πραγματολογικός, πραγματικότης, πραγματιστικός, πραγματισμός, πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνώμων
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. Θράκ. πράττω, Ήπ. Κέρκ. Πόντ. Σύρ. Θράκ. πράζω. Εκτός από την έννοια 'κάνω' το ρήμα εμφανίζει ποικιλία σημασιών: 'επισκέπτομαι συχνά, συναναστρέφομαι κάποιον, εμπορεύομαι, πηγαίνω, τακτοποιούμαι, γνωρίζω'.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ